Tuesday, January 27, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

Οι σπίθες στο τζάκι αχνοφώτιζαν εδώ και ώρα το δωμάτιο. ΄Εξω η μέρα παραδιδόταν αμαχητί στις επιβουλές του χειμώνα. Το κρύο τρύπωνε από τις χαραμάδες, στρογγυλοκαθόταν στο σαλόνι της, γινόταν κύριος και αφέντης του μυαλού της. Μισούσε από παιδί τα μνημόσυνα. Αυτές τις ζοφερές ιεροτελεστίες , που αρχίζανε με τη μνήμη των νεκρών και τελειώνανε με ανελέητο θάψιμο των ζωντανών. 

Κάπου ανάμεσα σε ένα αλμυρό και μια κούπα καφέ, ο αποδημήσας εις Κύριο γινότανε ακόμα πιο παρελθόν και στη μάχη ριχνόντανε οι ποικίλες ζουμερές ιστορίες της καθημερινότητας με τη γλώσσα να ολισθαίνει στο λεγόμενο και… εκλεπτυσμένο τάχα κοινωνικό σχόλιο, κοινώς κουτσομπολιό. Και σήμερα έγινε μάρτυρας, κοινώς… μαρτύρησε στα πηγαδάκια των δήθεν θλιμμένων, ακούγοντας την δήθεν αγάπη, το δήθεν ενδιαφέρον, την δήθεν έγνοια για τη νεαρή χήρα, που τόλμησε στα τριάντα δύο της, άκουσον άκουσον , δύο μόλις χρόνια μετά το θανατηφόρο τροχαίο του μακαρίτη, να βάλει φόρεμα μπλε στο μνημόσυνο και να΄χει βαμμένα τα μαλλιά σε απόχρωση καστανόξανθη.

Και τα χείλη της –αν είναι δυνατόν – τα είχε μάλλον βάψει με μια ελαφριά απόχρωση ροζ. Θα τρίζανε τα κόκαλα του συγχωρεμένου. Κι όλα αυτά σε ψίθυρους που σβήνανε σαν ημιλιπόθυμα κύματα στην άμμο , μόλις η ανυποψίαστη χήρα εμφανιζότανε στη συγκεκριμένη παρέα , φέρνοντας ένα ακόμα πιάτο με τα τσιμπολογήματα της παρηγοριάς.

Ανακάτεψε λίγο τα κούτσουρα, τσίριξαν εκείνα με ευχαρίστηση και δυνάμωσαν περισσότερο τη φλόγα τους. Και λες και ένα περίεργο παιχνίδι της έπαιζε η φωτιά, θυμήθηκε την τελευταία της συνάντηση με τον Γρηγόρη δυο μόλις χειμώνες πριν. ΄Οταν ο αγαπημένος της ξάδερφος, ανυποψίαστος για τον επερχόμενο, αιφνίδιο θάνατό του, γλεντούσε στη γιορτή του με όλους τους φίλους και συγγενείς καλεσμένους. 


Χόρευε και έπινε, έπινε και χαιρόταν, έψηνε μεζέδες στα κάρβουνα, γυρνούσε ανάμεσα στις παρέες κι άφηνε μεζεδάκια και νοστιμιές μαζί με τον καλό του λόγο. Νιόπαντρος, ερωτευμένος κι ευτυχισμένος με τη δόση εκείνη της ευτυχίας που μόνο τα νιάτα ξέρουν να γευτούν. Βαθιά ως το μεδούλι. Κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι της καθώς είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο κι απολάμβανε την ψιλή βροχή και τον χορό των δέντρων στο ρυθμό που τους έπαιζε ο άνεμος. 

Πήγε κοντά του. « Ευτυχισμένος;» ρώτησε με μια δόση θαυμαστικού στο τέλος παρά ερωτηματικού. Εκείνος την κοίταξε με ένα βλέμμα που πλημμύριζε γαλάζια θάλασσα και ξάστερο ουρανό αντάμα. ΄Υστερα απλώς αναστέναξε βαθιά, με απέραντη πληρότητα και τσούγκρισε τα ποτήρια τους με το ολόγλυκο κόκκινο κρασί. Μετά το βλέμμα του, όλο αγάπη , καρφώθηκε στη νεαρή γυναίκα του. Κι έγιναν τα δυο του μάτια φτερά αγγέλου, σκεπάζοντάς τη με τη στοργή και την έγνοια που μόνο ο αληθινός έρωτας μπορεί να αισθανθεί σε αυτή τη ζωή και την αιώνια.
Η φωτιά στο τζάκι δυνάμωνε ολοένα. Το ίδιο και η πεποίθησή της πως από κάπου ο Γρηγόρης έβλεπε τη γυναίκα του με το μπλε φόρεμα, τα καστανόξανθα μαλλιά, τη ροζ απόχρωση στα χείλη και χαιρότανε σαν μικρό παιδί που του χαρίζανε ένα παράδεισο.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: