Sunday, October 19, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου 
Στα μέσα του πια κι αυτός ο μήνας. Κι η δική του αντοχή όπως πάντα στο τέλος της , σε μιαν άκρη του γκρεμού. ΄Ετοιμη ή να πέσει με κλειστά τα μάτια ή να περιμένει ένα πιο αποφασιστικό χέρι να τη σπρώξει προς τη λύτρωση που επιφέρει η ανυπαρξία. Κι όχι , δεν θα ήταν απονενοημένο διάβημα. Ευθανασία θα ήταν μιας γέρικης ανατολής που έμοιαζε πιο πολύ με δύση. 

Μια κούραση ξεκινούσε απ΄τα ριζώματα της ψυχής του και κατέληγε κίτρινο χρώμα στο δέρμα του κάνοντάς το ολόκληρο να μοιάζει με φύλλο έτοιμο να μετατραπεί σε σάπιο παρελθόν. Ναι, δεν άντεχε άλλο το μέτρημα, τη στέρηση, το μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει και το όνειρο λειψό. Πάλευε καιρό με την ανεργία, με την ανέχεια. Είχε αναλωθεί σε πλήθος δουλειές του ποδαριού χωρίς αποτέλεσμα. 

Είχε χτυπήσει πόρτες, είχε παρακαλέσει, είχε αφήσει την αξιοπρέπειά του να πέσει στο βαθύ πηγάδι της απόγνωσης. Κι είχε βουτήξει ολόκληρος σε μια σκοτεινή νύχτα , σκάβοντας ώρες ατέλειωτες τον ουρανό για ένα έστω άστρο. Μα η σοδειά, μηδαμινή, ανέβαζε πότε την πίκρα και πότε την οργή του στα ύψη. 

Μπήκε κλεφτά στο περίπτερο, έκανε πως κοίταζε τις σοκολάτες στο ράφι, μετά πως μιλούσε τάχα στο κινητό κι όταν η υπάλληλος γύρισε αλλού το βλέμμα άρπαξε με τρόπο μια εφημερίδα και βγαίνοντας σχεδόν νεκρός σχεδόν ζωντανός , πάσκισε να φτάσει μέχρι την κάλυψη της γωνίας. Εκεί σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Μετά άνοιξε με λαχτάρα τις σελίδες, βούτηξε τη ματιά του στις αράδες ψάχνοντας για μια ευκαιρία, για μια δουλειά, για μια οποιαδήποτε δουλειά που θα του εξασφάλιζε τη συνέχεια. 

Ρούφηξε λαίμαργα τα φύλλα σαν διψασμένος της ερήμου, μα την όασή του πουθενά δεν τη συνάντησε. Αντίθετα πνίγηκε σε μια θάλασσα από σκόνη, πυκνή βρόμικη σκόνη καθώς γέμισαν τα μάτια του, τ΄αυτιά του, το είναι του το τραυματισμένο ολόκληρο γέμισε με τους θορυβώδεις χορούς σκανδάλων, με τους ειδήμονες και μη που μιλούσαν για διασπάθιση χιλιάδων, για υφαρπαγή εκατομμυρίων ευρώ και προνομιακή μεταχείριση εις βάρος της ανυποψίαστης μάζας. 

Αυτής της μάζας που κύτταρό της ασήμαντο και αμελητέο ήταν κι ο ίδιος, ένα ανθρωπάκι στα γρανάζια των συμφερόντων του κάθε ισχυρού, που πάλευε να μείνει όρθιο, όταν γύρω του θέριζαν οι ανεμοστρόβιλοι τα τελευταία υποστηρίγματά του. Θόλωσε το βλέμμα του, θόλωσε και το μυαλό του και τότε ακριβώς ένιωσε την ανοχή και την αντοχή του να τον εγκαταλείπουν δραπετεύοντας από ένα κόσμο σιωπής. 

«Φτάνει πια!», ούρλιαξε η επαναστατημένη του εγκαρτέρηση. ΄Εσφιξε τόσο σκληρά την εφημερίδα στα χέρια του που τη μετέτρεψε σε χάρτινη πέτρα, έτοιμη να φύγει από τη σφενδόνα ενός Δαβίδ προς τους λογής, λογής Γολιάθ της διαπλοκής. 

Τελευταία στιγμή την έριξε στα πόδια του και υπακούοντας σε μια έντονη εσωτερική ανάγκη , κλότσησε τόσο σκληρά και τόσο απεγνωσμένα τη χάρτινη διαμαρτυρία στα πόδια του, που πόνεσε αφόρητα, αβάσταχτα η καρδιά του! Έξω η μέρα συνέχιζε ανελέητη τη σιωπηλή περιδιάβασή της.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: