Wednesday, August 27, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τα ποδήλατα πηγαινοέρχονταν χαρούμενα μέσα στο βαθύ ίσκιο του πάρκου. Μια ηρεμία ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις φυλλωσιές, πλάγιαζε στο χορτάρι, κυλούσε σαν τόπι πάνω στην πράσινη αγκαλιά της γης και πάλι σηκωνόταν ευδιάθετη, να απολαύσει την απρόσμενη καλοκαιριά, την ηλιοφάνεια που δε δώριζε εύκολα το σύμπαν στο καλοκαιρινό Βερολίνο. 

Μα φέτος τα πράγματα ήταν διαφορετικά –ευτυχώς που έκλεισε ξενοδοχείο με κλιματισμό σκέφτηκε- την είχε πάθει πριν κάτι χρόνια στη Φρανκφούρτη , όταν κτύπησε και πάλι ο καύσωνας. Πάει, τον τρελάναμε τον πλανήτη κι η ζέστη της Κύπρου τον συνόδευε πια και στην πρωτεύουσα της Γερμανίας. Ευτυχώς που προνόησε για καπελάκι και κοντό παντελόνι, αλλιώς ο τουρισμός θα τον έκανε πιο πολύ ταξιδευτή στη Σαχάρα παρά πεζοπόρο στις λεωφόρους του Βερολίνου. 

Ένιωσε πως ήταν ώρα να εγκαταλείψει τη δροσιά που χάριζε απλόχερα το πάρκο στο κέντρο της πόλης. Θα επέστρεφε στο ξενοδοχείο του για ένα γρήγορο μπάνιο και μετά θα πήγαινε για φαγητό στο ελληνικό εκείνο εστιατόριο που είχε ανακαλύψει απρόσμενα εκεί κοντά. Κι αύριο θα΄παιρνε την πτήση για Κολωνία και θα πήγαινε να δει τι έκανε ο μοναχογιός του που σπούδαζε γιατρός και που φέτος το καλοκαίρι είχε επιλέξει να μείνει στην αλλοδαπή για την πρακτική του. Γι΄αυτό και το δικό του σεργιάνι στην Ευρώπη, με διαβατήριο την αγάπη του και βλέμμα στραμμένο μόνιμα στο στερνό φύλλο από το δέντρο της ζωής του, τον γιο που είχε ανοίξει πια φτερά και πετούσε μέσα στο όνειρό του.

Βγαίνοντας στο δρόμο συνειδητοποίησε πως είχε περπατήσει ήδη αρκετά. Το ξενοδοχείο του βρισκόταν πια σε μια σημαντική για την ηλικία του απόσταση. Αποφάσισε πως δεν ήταν καιρός για υπερβάσεις, τα ταξί άλλωστε πηγαινοέρχονταν με πολύ βολική συχνότητα στους δρόμους της πόλης. 


Γοργά πλησίασε ένα που ήταν ήδη σταθμευμένο. Ο οδηγός του στεκόταν απ΄έξω, ακουμπισμένος στην πόρτα, με τα χέρια σταυρωμένα λες και περίμενε υπομονετικά την επόμενη κούρσα. Επιστράτευσε τα Αγγλικά και την ευγένειά του, για να πετύχει τη μεταφορά του στο ξενοδοχείο. Ο οδηγός, εξίσου ευγενέστατος, ανέλαβε το καθήκον του. Βγήκαν στην πλατιά λεωφόρο. Ο ήλιος συνέχιζε ακόμα να φλερτάρει με υψηλές θερμοκρασίες. 

 Για λίγο επικράτησε σιωπή καθώς το ταξί προσπερνούσε ένα ένα τα μνημεία του παρελθόντος και κατευθυνόταν προς το κέντρο. Πλησίαζαν την Πύλη του Βραδεμβούργου όταν ο οδηγός επιχείρησε να ανοίξει κουβέντα. Λίγο το επαγγελματικό καθήκον, περισσότερο ίσως η ανάγκη του για μια συνομιλία, τον έκαναν να ρωτήσει για τον πελάτη του και μόλις έμαθε τα βασικά, λες και μια αόρατη δύναμη τον έσπρωχνε, βάλθηκε να του κάνει τον ξεναγό και να του απαριθμεί ένα ένα τα όμορφα σημεία στο Βερολίνο. 

Κι εκεί ακριβώς στη στροφή με το Κοινοβούλιο, αφήνοντας πια πίσω τους την Πύλη, έκοψε λες ασυναίσθητα ταχύτητα. «Εδώ! Εδώ», του είπε. « Τις βλέπεις τις δυο γκρίζες γραμμές; Εδώ ήταν κάποτε το τείχος. Εδώ …» Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. ΄Εσπασε κάπως η φωνή του λες και μοιράστηκε κι αυτή στα δυο. 

Κι εκείνος, ο τουρίστας στην πόλη, θα ήθελε τόσο πολύ εκείνη την ώρα να του πει για τα δυο κομμάτια της δικής του πατρίδας. «Εκεί, εκεί είναι ακόμα το δικό μας τείχος» , ήθελε να του πει. « Εμείς αιμορραγούμε ακόμα». Μα σώπασε μες στο απομεσήμερο κι άφησε ν΄ακούγεται μόνο σαν ψίθυρος της ψυχής του η κραυγή.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: