Thursday, July 24, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου


Η ζέστη δεν προερχόταν από τις εκπνοές ενός θερμού Ιούλη αλλά από τις καυτές μνήμες που έστηναν χορό με τα μαύρα πέπλα τους καθώς ο επικήδειος προχωρούσε, οι αναφορές γίνονταν πιο κόκκινες και η αντοχή της διαμελιζόταν σε ψίχουλα που τα τσιμπολογάνε άκαρδοι σπουργίτες του καιρού. Σαράντα χρόνια μετά, στο τέρμα μιας επώδυνης διαδρομής, γεμάτης απορία, αγωνία μα και ελπίδα συνάμα, στεκόταν πια μπροστά στην αλήθεια που υποψιαζόταν μα δεν αποδεχόταν, μπροστά στα οστά ενός πατέρα που τη συνόδεψε σε όλα τα χρόνια της σαν ένα βλέμμα σε μια φωτογραφία, σαν μια σκιά μέσα σε μια νύχτα ατέλειωτη, χωρίς εξομολόγηση. 

Σε απόκρυψη μονάχα τα μηνύματά του σκότους της, μέχρι που ένα πρωί η σύγχρονη επιστήμη της ταυτοποίησης οστών τράβηξε απότομα τις κουρτίνες που κάλυπταν τα δικά της ερωτήματα και της παρουσίασαν το λόγο της απουσίας σαράντα χρόνων, ενδεδυμένο με πατριωτικά χρώματα και εθνική συγκίνηση. Ο αγνοούμενος πατέρας που έγινε πια γνωστός, με το χαμόγελο εκείνο στη φωτογραφία που μίκραινε σιγά σιγά ώσπου χάθηκε βαθιά μες στην ψυχή της, σαράντα ολόκληρα χρόνια περίμενε τη δικαίωσή του σε ένα ομαδικό τάφο, σε μια ομαδική παράνοια των λαών. 

΄Ηθελε να φωνάξει, ήθελε να κλάψει, ήθελε ακόμα να ζωγραφίσει ένα τεράστιο «Γιατί» πάνω στον Πενταδάχτυλο, ακριβώς πάνω από τη μισοφέγγαρη χαρακιά των ξένων. Και να ξεθάψει ήθελε τη μάνα της, τον μόνο άνθρωπο που περπάτησε δίπλα της προτού χαθεί μες στον απόλυτο πόνο, στα σαράντα πέντε της μόλις. Μα μίλησε μόνο με τη σιωπή της, έτσι καθώς την τύλιξε στο σάβανο του χρόνου και την ακούμπησε επάνω σε ένα φέρετρο με το οποίο κήδευε την απουσία και την παρουσία του άγνωστου πατέρα αντάμα. 

Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στην κορύφωσή του καθώς το εξέχον πρόσωπο της πολιτικής ζωής του τόπου απελευθέρωνε όλες τις καλολογικές δάφνες της ομιλίας του. Μα εκείνη, υπακούοντας σε μια δική της εσωτερική φωνή, έκλεισε τα μάτια θέλοντας να κλείσει απ΄έξω και τις λέξεις, διψώντας και πεινώντας μονάχα για το δικό του άγγιγμα, για το δικό του λόγο. Και λες και άγγελος Δευτέρας Παρουσίας εισάκουσε την πεθυμιά της, ήρθε και σήκωσε μπροστά της όλα όσα δεν έζησε. Το τρυφερό χέρι του πατέρα στα μάγουλα, στα μαλλιά της. 

Το γέλιο της ευτυχίας τους στο κυνηγητό, στο κρυφτό μέσα στα δέντρα του περιβολιού τους . Το βλέμμα του σε μια σχολική της γιορτή. Την ανάσα του σε μια έγνοια της, σε ένα προβληματισμό της. Όλα τα φαντάστηκε εκείνη τη στιγμή. Με σάρκα και αίμα. Κι όλα τα άκουσε σαν δικό της «Πάτερ ημών», με ακροατή άλλο κανένα εξόν απ΄την ψυχή της. Κι ήρθε μια στιγμή μέσα στη φαντασίωσή της, που θάρρεψε πως εκείνη η ανατριχίλα στο κορμί της, εκείνο το θρόισμα της καλοκαιρινής αύρας δίπλα της , ήτανε ίσως ένα φιλί του απολογητικό για όσα θα΄θελε να της προσφέρει και δεν μπόρεσε.




Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στο τέλος του, το ίδιο και η αντοχή της και ποιος ξέρει ποιος άγγελος ή ποιος δαίμονας εκείνη την ώρα άφησε στην άκρη τα προσχήματα της μέρας, έβαλε επιτέλους φωνή στη σιωπή της κι άκουσαν όλοι μες στο χειροκρότημα ένα κλάμα σαν φραγμό σε όλους εκείνους που δεν έζησαν, σε όλους εκείνους που δεν ήξεραν!  
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Καλοκαιρινές δραστηριότητες της Ενόρασης

Beach Party στου Άγγελου Φάρος, Παραλία Κυβερνήτη
Οι επιτυχημένες δραστηριότητες και εκδηλώσεις του κλαμπ "Ενόρασης" διαδέχονται η μια την άλλη ασταμάτητα! Σάββατο 12 Ιουλίου.
Υπέροχη βραδιά συντροφιά με την πανσέληνο και διασκέδαση μέχρι τελικής πτώσης!
Πλουσιότατο μπουφέ ψαρικών, ποτά, μουσική, χορός και πολύ, πολύ κέφι.

Tuesday, July 15, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου 
Είναι που πλησιάζουν πάλι οι πιο κρύες μέρες του Ιούλη. Είναι που οι μνήμες γίνονται πυρωμένες πρόκες και τον σταυρώνουν σε όλους τους Γολγοθάδες ετούτης της μικρής πατρίδας. Οι άλλοι μιλάνε, μονόλογοι και διάλογοι πολλές φορές χωρίς συναίσθημα , χωρίς το αίμα του βιώματος, τη θλίψη της ανάμνησης, το κτυποκάρδι της ίδιας της ζωής. 

Μα εκείνος έχει ζήσει, έχει βιώσει, έχει πονέσει και το κυριότερο δεν έχει ξεχάσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Eβδομήντα σχεδόν χρόνων, με ένα Πενταδάχτυλο περασμένο στο στήθος του σαν πετραχήλι θείας λειτουργίας, με τη Μεσαορία να κόβει αέναες βόλτες στη θύμησή του, με την Αμμόχωστο να γίνεται σύννεφο πορτοκαλί και να επικάθεται στις μέρες του σαν σκόνη απρόσκλητης ερήμου. 

Γύρω του, δίπλα του, η ζωή προχωράει πότε ασθμαίνοντας πότε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη λεωφόρο της καθημερινότητας. Μα εκείνος πιάνει πολλές φορές τον εαυτό του να σταματάει σε σταθμούς αλλοτινούς. Τότε που νιος κι ωραίος σαν ουρανός καλοκαιριού κρατούσε τη ζωή μέσα στα χείλη του και την τραγούδαγε. Είχε την υγειά του, είχε το όνειρό του, είχε κι εκείνην δίπλα του. 

 Γυναίκα του και περηφάνια του. Όμορφη γυναίκα, η ομορφότερη όπως του λέγανε πολλοί με συγκαλυμμένο φθόνο. Ήθελε τόσα να της πει για εκείνο τον κήπο με τις ολόχρονα ανθισμένες τριανταφυλλιές, για εκείνα τα χελιδόνια που ολόχρονα θα πετούσανε μέσα στη δική τους άνοιξη. Μα δεν πρόλαβε. Σηκώθηκε άγρια καταιγίδα από την ανατολή και σάρωσε στο πέρασμά της τα μικρά τρυφερά άνθη που δρόσιζε κι ανάτρεφε κάθε μέρα ο λόγος της αγάπης του.

Εκείνος πήρε τα όπλα κι ανέβηκε στον Πενταδάχτυλο σαν ένα ακόμα κάστρο που θα απωθούσε τα πυρά του θαλασσόφερτου εχθρού. Κι εκείνη έμεινε πίσω, να αγωνιά, να υπομένει, να προσμένει. Γύρισε, όμως, η Ιστορία τα φύλλα ανάποδα κι εκείνα ανάσκελα κοίταξαν την κόκκινη βροχή και παραδόθηκαν στην επέλασή της. Σύρθηκε εκείνος αιχμάλωτος στη χώρα των εισβολέων, κρύφτηκε εκείνη από τη μάνητά τους μα δεν ξέφυγε. 

Το ίδιο βράδυ τέλειωσε και το δικό της παραμύθι, χωρίς ευτυχισμένο τέλος, σαν πέσαν πάνω στο κορμί της γυπαετοί οι ξένοι και ρούφηξαν και το τελευταίο κύτταρο της αξιοπρέπειάς της. Γύρισε εκείνος από την αιχμαλωσία για να αντικρίσει τα υπολείμματα μιας κτηνωδίας, μέσα στα άχρωμα, πνιγμένα μάτια της, μέσα στην ψυχή της που βούλιαζε καθημερινά σε μία άβυσσο χωρίς επιστροφή. 

Έσβησε ένα δειλινό του Δεκέμβρη από ακατάσχετη μελαγχολία. Μα η αρρώστια της, μεταδοτική, είχε ήδη εισχωρήσει και στο δικό του αίμα . Κι από κόκκινο μαύριζε μέρα με τη μέρα , ώσπου η ζωή του ολόκληρη έγινε μια σκούρα κηλίδα και χώρεσε στους τέσσερις τοίχους της μοναξιάς του. 
Πάνε σαράντα χρόνια από τότε. Του το υπενθυμίζουν συνεχώς τα ημερολόγια, οι επετειακές διακηρύξεις των ημερών. Τι σημασία έχει, όταν το ρολόι της καρδιάς του σταμάτησε στον τελευταίο χτύπο της δικής της καρδιάς;
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Monday, July 7, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
 
O Iούλιος στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη με την καινούρια του στολή, ένα γαλάζιο κοστούμι με κίτρινες αποχρώσεις στους ώμους και στο τέλειωμα του παντελονιού. Ακόμα μια περιδιάβαση λοιπόν στον κόσμο. Ακόμα μια βόλτα στις γειτονιές του καλοκαιριού, καβάλα σε μια ηλιαχτίδα, με όνειρα κουπιά, λόγια βαρκούλες, φιλιά σαν ώριμα κεράσια, μάγουλα όμοια με βερύκοκα που ερωτεύτηκαν το φως. Κι ένα τσαμπί σταφύλι σαν υπόσχεση μέθης κρεμάστηκε στον ώμο του και τραγούδησε τον ύμνο της απόδρασης.

Χτένισε και πάλι τα μαλλιά του που φλέρταραν μανιωδώς με μια μικρή πνοή ανέμου, έστειλε ένα φιλί στο χελιδόνι που καθότανε επάνω στο περβάζι κελαηδώντας τη μακαριότητα και βιάστηκε να βγει στις ρούγες , κυρίαρχος και αφέντης. Προτίμησε πρώτα τη θάλασσα, το ηδονικό βούλιαγμα της πατούσας στην ψιλή άμμο. Κάτω απ΄τις ομπρέλες αναπαυότανε πλέον ο κάματος σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει από τις θυρίδες της μνήμης ό,τι τον πόνεσε, ότι τον πίεσε, ό,τι τον έκανε να πέσει κάποια στιγμή στα πατώματα.

Από μια συσκευή σύγχρονης τεχνολογίας (πού να ‘βρεις πια το παλιό ραδιοφωνάκι) η Μελίνα Ασλανίδου τραγουδούσε πως δεν έχει στέκι σταθερό, δεν έχει μνήμη. Ίσως για άλλα να τραγουδούσε η Μελίνα μα έτσι κι αλλιώς όλα έμοιαζαν σβησμένα στο δίσκο το σκληρό καθώς αναβόσβηνε μονάχα η επιθυμία για λίγη ξεγνοιασιά χωρίς τραπεζικές ανησυχίες ,εκποιήσεις, παραποιήσεις, προσποιήσεις.

Πήρε μια βαθιά ανάσα ο Ιούλιος από αύρα καλοκαιρινή και βάδισε ανάμεσα στα μπαράκια, τις καφετέριες, ανάμεσα σε νιάτα που τα γέρασαν προώρως κατά τον ποιητή οι ηλικιωμένες μάλλον έως γερασμένες πολιτικές και τακτικές ενός κόσμου που αγκάλιαζε μονίμως το χειμώνα και σκορπούσε ψύχος όπου πήγαινε να ανάψει μια μικρή σπίθα αισιοδοξίας.

Με ένα φραπεδάκι στο χέρι να μετράει στο κατάλοιπό του τις ώρες, με ένα μικρό χαμόγελο που έσκαζε πού και πού σαν επίμονο μπουμπούκι, κλείνανε οι νέοι απ΄έξω την ανεργία, την αβεβαιότητα, την έγνοια για ένα μέλλον που όλο τους έτριζε τα δόντια και τους καθήλωνε σε πτήσεις χαμηλές.

Θα ήθελε ο Ιούλιος να καθελκύσει όλα τα πλοία του κόσμου, να τους βάλει άσπρες καρδιές σαν πανιά , άσπρα λόγια να χαϊδέψουνε τα όνειρα κι όλα τούτα τα νιάτα να σαλπάρουνε στις θάλασσες του πεπρωμένου τους χωρίς οργισμένους Ποσειδώνες, δίχως Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες να στοιχειώνουν το ταξίδι τους. Μα ήτανε τα χέρια του αδειανά. Κανένα μαγικό ραβδάκι. Κι εκείνη η αχτίδα του ήλιου που έπεφτε πού και πού κι έμοιαζε στη χούφτα του σαν μικρή ρομφαία, κόψη δεν είχε.

Μονάχα την όψη μιας αιμορραγούσας φλέβας που στέγνωνε λίγο λίγο από ζωή. Λύγισε ο Ιούλιος. Κι έτοιμος ήταν ν΄απαρνηθεί το περίφημο κοστούμι του και να αποτραβηχτεί ανήμπορος σε μια γωνιά. Μα τότε ένα παιδί, ξανθό σαν όνειρο, του άπλωσε τα χέρια, τον κάλεσε κοντά του με χαμόγελο. Άγγελος θάρρεψε πως ήτανε με απλωμένα τα φτερά του , που δεν τον άφηνε να παραιτηθεί από παράδεισο.

Δεν άντεξε, του ανταπέδωσε το χαμόγελο, ίσιωσε ξανά το κοστούμι και τη διάθεσή του και βάλθηκε να στήσει ξανά το όνειρο σαν σημαία που θέλει να κυματίσει αγέρωχη σ’ όλα τα καλοκαίρια και τους χειμώνες της ζωής. 

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


Wednesday, July 2, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τραπεζάκια έξω, καιρός που φλερτάρει ασύστολα με το καλοκαίρι κι η υδρόγειος…μπάλα στα πόδια του καθώς πετάγεται από τα ασφυκτικά σύνορα της τηλεοπτικής οθόνης και κατακλύζει το σώμα και το πνεύμα του. Κι όσο η ένταση αυξάνεται και τα κορμιά αναπηδούν στις καρέκλες σε κάθε φάουλ, κόρνερ ή έστω σφύριγμα, τόσο πιο πολύ όλος ο υπόλοιπος κόσμος απομακρύνεται σε ένα σύννεφο ομίχλης κι απομένει εκεί, εν μέσω άναρθρων κραυγών και επιφωνημάτων, αναμένοντας την επόμενη θεαματική φάση που θα τον απογειώσει ως φίλαθλο και θα δικαιώσει τις ατέλειωτες ώρες που προσκυνά στη μεγαλύτερη γιορτή της στρογγυλής θεάς.

Δίπλα του παρατημένη η εφημερίδα της μέρας, ξεδιπλωμένη στις αθλητικές σελίδες όπου ποζάρουν τα σύγχρονα είδωλα με τα εκατομμύρια των πιστών να θυσιάζουν νύχτες και μέρες στα θαυματουργά τους πόδια. Κι οι κουρτίνες του μυαλού του ερμητικά κλειστές μήπως παρείσακτη εισχωρήσει ανεπιθύμητη σκέψη και του χαλάσει την ψευδαίσθηση πως όλος ο κόσμος , αγγελικά πλασμένος, γονατίζει και ενώνεται μπρος στο υπερθέαμα του πλανήτη. 

 Κλείνει τ΄αυτιά, κλείνει τις αισθήσεις. Μονάχα οι ιαχές των φιλάθλων δονούνε το είναι του. Αύριο έχει καιρό για τα υπόλοιπα. Γιατί αύριο θα ανοίξει ορμητικά ο άνεμος της ανάγκης την πόρτα του κι όλα και πάλι θα τα θυμηθεί. Το μη εξυπηρετούμενο στην Τράπεζα, που του έχει γίνει εφιάλτης και χοροπηδά κάθε βράδυ στο μαξιλάρι του. Το σπίτι του που σείεται από ανασφάλεια καθώς τον πολιορκούν καθημερινά χρέη και ελλείψεις. 

Τη γυναίκα του που είναι εδώ και πέντε μήνες άνεργη και έχει πέσει στην κατάθλιψη. Με πτυχίο και μεταπτυχιακό στα οικονομικά βάλθηκε τον τελευταίο καιρό να εξορύξει όλες τις κρυμμένες καλλιτεχνικές της φλέβες και να επιδοθεί στην κατασκευή χειροποίητων κοσμημάτων για το λαιμό και τα μπράτσα κυριών της υψηλής κοινωνίας που έχουν σιχαθεί το σύνηθες και αποζητούν το ιδιαίτερο και το μοναδικό. 

Το γιο του που τελειώνει όπου να΄ναι το στρατιωτικό και περιμένει πώς και πώς να αρχίσει τη φοιτητική ζωή στην Αγγλία με τέσσερα G.C.E. και πολλά όνειρα που μοιάζουν τώρα σαν κουρελιασμένες σημαίες. Ο πόλεμος τελείωσε πριν ακόμα αρχίσει. Κι είναι και η κόρη στα είκοσι τρία, ρομαντική, ονειροπόλα. Με το πτυχίο της δασκάλας στο χέρι, με την ανεργία κάθε μέρα στον ορίζοντά της. 

Βρήκε δουλειά τελευταία σε ένα ζαχαροπλαστείο. Διαλέγει τα γλυκά για τους άλλους, ξεχωρίζει τα πικρά , τα αφήνει στην άκρη. Δουλεύει αγόγγυστα για τα καθημερινά της έξοδα κι ίσως μια μέρα καταφέρει να περάσει κι ένα δαχτυλίδι αρραβώνων με το παιδί εκείνο που γνώρισε στο Πανεπιστήμιο, που πήρε πτυχίο Μαθηματικών και τώρα διανέμει πίτσες και μακαρονάδες με το μηχανάκι. Είναι κι ο έρωτας πλέον προσγειωμένος μπας και επιβιώσει στους χαλεπούς καιρούς και δεν πνίξει την προοπτική του στη βιοπάλη και στο άγχος για το μεροκάματο.
Ναι, απόψε κλείνει όλα τα σύννεφα απ΄έξω και ταξιδεύει δήθεν μακάριος, δήθεν ανέμελος, στη χώρα που οι άνθρωποι κλοτσάνε την μπάλα όπως θα κλοτσούσανε, αν μπορούσαν, την ανέχεια και τη μιζέρια από τη ζωή τους.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Η Ενόραση, σας προσκαλεί στις εκδηλώσεις της

Πολλές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις
Ομαδική επίσκεψη σε ενδιαφέρουσα έκθεση ζωγραφικής.
Εκδρομή προσκύνημα στη Λάπηθο μας.
Παρασκευή 4 Ιουλίου στην Ενόραση (Λεω. Μακαρίου 52, Λευκωσία, Tηλ. 22 76 76 79) φιλοξενείται στις 9:30 μ.μ. ο πρέσβης «Ευ Αγωνίζεσθαι» Λουκάς Τερεζόπουλος σε μια ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα συζήτηση για «Το Ποδόσφαιρο στη Ζωή μας».

Θα προηγηθεί στις 7 μ.μ. και θα ακολουθήσει στις 11 μμ προβολή, ζωντανά σε μεγάλη οθόνη, των προ-ημιτελικών αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλου.

Η βραδιά θα συνδυαστεί με πιάνο, μουσική, χορό, καλή παρέα, άφθονα ποτά και επιδόρπια (όλα €6). Για προαιρετικά σουβλάκια-πίτσα (+€6) χρειάζεται προκράτηση στον τηλεφωνητή της Ενόρασης 22 76 76 79