Sunday, September 15, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Eλένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή , διαλέγει να επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Όταν το καλοκαίρι αποχωρεί μεγαλοπρεπές βουτώντας σε μια φθινοπωρινή  μελαγχολική θάλασσα, όταν το φθινόπωρο καταφτάνει με λίγες ακόμα  αποχρώσεις  από καλοκαιρινό παιχνίδισμα στο κύμα. Λείπει κοντά πενήντα χρόνια από την πατρίδα. Μισό αιώνα περίπου πριν, η μακρινή Αυστραλία άνοιξε τις φτερούγες της κι έκλεισε μέσα σαν μάνα στοργική τις ανάγκες του. Πάντα με το ανάλογο αντάλλαγμα, βέβαια. Σκληρή δουλειά, ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και μια αδιόρατη πίκρα για τη στέρηση της πατρώας γης.

Και τώρα, όπως το συνηθίζει κάθε χρόνο από τότε που βγήκε στη σύνταξη, είναι και πάλι εδώ. Λίγο  σαν προσκυνητής που επιτελεί το τάμα του  στα άγια χώματα, πιότερο σαν αποδημητικό πουλί που γυρεύει κλίμα πιο ζεστό να φτιάξει τη φωλιά του. Ναι, δεν το κρύβει πως θα ΄θελε να χτίσει μόνιμα εδώ την παραμονή του κουβαλώντας από τα πέρα το μόχθο τόσων χρόνων. Ένα κορμί μονάχο είναι πια. Η γυναίκα του πέθανε πολύ νέα πριν προλάβει να του χαρίσει παιδιά.

Κι αυτός πορεύτηκε μόνος για χρόνια, έχοντας καταφύγιο τη  δουλειά του και μια τρυφερή ανάμνηση από ένα χωριό στα ριζά του περήφανου βουνού του τόπου του.  Του λείπει εκείνη, του λείπει κι η πατρίδα. Και τώρα , καθώς αναπνέει και πάλι τις μυρωδιές της, η ίδια πάλι σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό του. Να τ΄αφήσει όλα και να γυρίσει στις ρίζες του, να ξανάβρει την αρχή του.  Μα τούτη η αρχή, βγαίνει με μαχαίρια μες στο λογισμό του.

Κάπου εκεί στο Βορρά, κάτω από τον πληγιασμένο Πενταδάχτυλο, είναι το σπίτι που τον έθρεψε. Σαν το άφησε στα είκοσί του, αποχαιρετώντας μάνα, πατέρα και δυο μικρότερες αδερφές, ούτε σαν σύννεφο δεν πέρασε απ΄ το μυαλό του η υποψία πως δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά σαν νόμιμος κάτοικος.  Φέτος, για πρώτη φορά μετά την εισβολή, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Παραμέρισε αμφιβολίες και δισταγμούς, μπήκε με έναν ξάδερφό του στο  αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς την σκλάβα γη.

 Ένα έντονο καρδιοχτύπι τάραξε την ύπαρξή του στο έμπα του χωριού. Όλα τόσο γνώριμα και τόσο… ξένα.  Το σπίτι του πρόβαλε σαν εγκλωβισμένη ευτυχία αλλοτινής εποχής. Στην αυλή, κάτω από τη μουριά που φύτεψαν εκείνος κι ο πατέρας του, μια άλλη φυλή, μια άλλη γλώσσα χαιρόταν το γλυκό, μελαγχολικό απόγευμα του Σεπτέμβρη.  Έφτασε μέχρι την καγκελόπορτα, το σκληρό τους βλέμμα τον σταμάτησε.  

Έκανε μεταβολή, πήρε τη ραγισμένη καρδιά του και γύρισε στο Νότο πιο πρόσφυγας απ΄ τους ξεριζωμένους. Κάθισε στη βεράντα, ατένισε για ώρα πολλή  τον Πενταδάχτυλο. Ναι, θα γύριζε. Και θα περίμενε, βλέποντας κάθε μέρα εκείνη την τεράστια πληγή που έβγαινε σαν δάκρυ στο σκλαβωμένο το βουνό απέναντί του.
Eλένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: