Wednesday, November 28, 2012

Η συνέχεια

Γράφει η 
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

Η αστυνομία είχε κάνει καλά τη δουλειά της. Η ψυχή της όχι. Συνέχισε να κραυγάζει, ακόμα κι όταν έμεινε μόνη στο δωμάτιο με τις νεκρές χαρές της να κείτονται, άψυχα κουφάρια, επάνω σε ένα μικρό, λευκό,  κρεβάτι. Καμιά Μοίρα δε μοίρανε το αθώο βρέφος της. Καμιά Θεά Τύχη δεν έσκυψε στοργικά επάνω από το μέλλον του. Γι΄αυτό και κλείστηκε η ύπαρξή του σε ένα μαύρο, πένθιμο παρελθόν. Σαν κλάμα βουβό, που πνίγει μέσα του τη θλίψη, μην τυχόν και την πάρει ο άνεμος και την κάνει παράπονο για λίγους.

Ο πατέρας του τον εγκατέλειψε προτού ακόμα τον γνωρίσει. Μόλις ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της, είδε στα μάτια του τον πανικό να στρογγυλοκάθεται στις ίριδες και να αλλάζει χρώμα στην ψυχοσύνθεσή του. Και από λάγνος εραστής έγινε απότομα φυγάς, μην αντέχοντας να σηκώσει το βάρος των ευθυνών του. Πέρασε τους μήνες μιας δύσκολης εγκυμοσύνης στο σπίτι της αδερφής της. Το μόνο χέρι που απλώθηκε να στηρίξει μιαν ανύπαντρη μητέρα. Και σαν γέννησε, πήρε το μικρό της αγγελούδι και γύρισε στο στενό, καταθλιπτικό της διαμέρισμα.

Άνοιξε τα παράθυρα να μπει ο ήλιος να αγγίξει την έγνοια , που κούρνιαζε ανυπεράσπιστη στην αγκαλιά της, μα το φως του, χλωμό, βιαστικό, προσπέρασε και πάλι τη ζωή της. Έσφιξε τα δόντια, μάζεψε από την Τράπεζα ό,τι οικονομίες είχε και δεν είχε.  Να περάσει τον πρώτο, δύσκολο καιρό. Μα κακός σύμβουλος η μοναξιά, έφερε σε λίγο στη ζωή της το Θανάση. Έναν μπρατσωμένο εργάτη στην υπεραγορά της γειτονιάς, που από την πρώτη στιγμή της έκανε στενό μαρκάρισμα, σαν  λιμπίστηκε τα γυναικεία της κάλλη, που καμιά μητρότητα δεν μπόρεσε με συστολή να κρύψει.

Τον έμπασε στο σπίτι από ανασφάλεια και στην καρδιά της βρήκε εκείνος εύθραυστο κενό και στρογγυλοκάθισε. Και σαν ημέρεψε τους φόβους και τις αμφιβολίες της, πέταξε ένα πρωί τη μάσκα του καλόβουλου κι έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις. Φωνή άγρια η μιλιά του,  που έβγαινε από μια ταραγμένη  ψυχή και καθότανε σαν μολύβι ασήκωτο επάνω στα θέλω και τις ανάγκες της. Μα κρατούσε αυτή την σκοτεινή φιγούρα στη ζωή της από φόβο για μια ερημιά,  που την τύλιγε τα βράδια  σαν μολυσμένο σύννεφο, γεμάτο καυσαέρια εγκαρτέρησης.

Ύστερα τη βόλεψε ετούτη η περίεργη ερωτική συνεύρεση. Γιατί και το μερίδιό της έπαιρνε η θηλυκή της σάρκα από αντρικό χαϊδολόγημα και χέρια άφηνε στο σπίτι, σαν έφευγε να ψάξει για δουλειά, τις ώρες που ο Θανάσης γύρναγε από την υπεραγορά. Μόνο που γύρναγε με ένα  μικρό μπουκάλι  κονιάκ στην τσέπη και λίγες μα γερές δόσεις διαστροφής μες στο μυαλό του, που σαν γριές ξεδοντιάρες βγαίναν και καταριούνταν τη νέα του ζωή, μην αντέχοντας τη σύγκριση και το μαστίγιο του χρόνου.

Στην αρχή , χαμένη μες στην τρικυμία της βιοπάλης, είδηση δεν πήρε. Ακόμα και σαν είδε τα μικρά μπράτσα του βρέφους με περίεργες μελανιές. «Θα χτύπησε επάνω στην κούνια του» σκέφτηκε και καθησύχασε μια μικρή αναστάτωση,  που γύρευε να πεταχτεί και να χαλάσει τη βολή της. Κι ύστερα, ένα βράδυ ίδιο με μαχαίρι, γύρισε στο σπίτι και βρήκε εκείνον  σωριασμένο στο πάτωμα, τύφλα στο μεθύσι και το μωρό της ανάσκελα, μισοπεθαμένο από τα χτυπήματα. Κι άφησε κραυγή, που τρύπησε όλους τους τοίχους του εφησυχασμού της. Το άρπαξε στην αγκαλιά της και πρόσταξε την ψυχή της να τρέξει μες στη νύχτα, να χτυπήσει την πόρτα του πλησιέστερου ιατρικού κέντρου κι εκεί, με μάτια τρελού και λογική μισότρελου, να απαιτήσει από τους γιατρούς να κρύψουν  μες στην επιστήμη τους το δικό της σφάλμα.

Μα εκείνοι σήκωσαν γοργά τα χέρια ψηλά. Εκείνο το πλασματάκι, που πλήρωνε αλλωνών τις αμαρτίες πριν καλά, καλά κλείσει τον ένα χρόνο της ζωής του, δεν είχε επιστροφή. Κλινικά νεκρό αποχαιρετούσε κιόλας έναν κόσμο που δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Κι άφηνε παραγγελιά ζωής μέσα από το θάνατό του, παραγγελιά που πήραν με σύνεση στο στόμα οι γιατροί και την έδωσαν, σαν ελάχιστη  γεύση παρηγοριάς, στην απαρηγόρητη μάνα.

Μεταμόσχευση οργάνων. Κάπου, μερικά μόνο χιλιόμετρα πιο πέρα, ένα παιδί κρατούσε τη ζωή του μες στην απόφασή της. Δίστασε τόσο όσο τη δέσμευε το ένστικτο της μάνας, που δεν μπορεί να δεχθεί το αναπόφευκτο για το παιδί της. Ύστερα κούνησε καταφατικά το κεφάλι και βγήκε να κλάψει όσο δεν έκλαψε ποτέ για κανέναν.  Ακόμα και για τον εαυτό της.

Ένας χρόνος πέρασε , βαρύς, ασήκωτος. Τις μέρες έτρεχε ο πόνος ασταμάτητα από τις πληγές της. Και τις νύχτες, αναπαμό δεν είχε. Κοιμότανε πάντα με ανοιχτά τα μάτια εμπρός στις θύμησες. Ο Θανάσης κατέληξε στη φυλακή. Εκείνη , σκιά του αλλοτινού της εαυτού, περιφερότανε με συντριβή ανάμεσα στις μνήμες και τις στάχτες της ζωής της.
 Μέχρι που έλαβε εκείνο το μήνυμα. Και λες κι απόκτησε ξαφνικά φτερά παράξενα η καρδιά της, ετοιμάστηκε ένα  πρωινό, πήρε το πρώτο λεωφορείο και κατέβηκε στην πρωτεύουσα. Σταμάτησε ένα ταξί, τράβηξε ίσια στη διεύθυνση που της δώσανε. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε από την πίστη και της ανασήκωνε απαλά το κουράγιο. Χτύπησε με χέρι τρεμάμενο το κουδούνι. Ένα κορίτσι  με κοτσίδες της άνοιξε,  την οδήγησε στο εσωτερικό ενός λιτού σαλονιού. Στη μέση σηκώθηκε η μάνα του να την υποδεχτεί.

Άνοιξε τα χέρια, την έκλεισε μέσα στην καρδιά της κι άφησε  τα δάκρυα της χαράς και της συγκίνησης να στάξουν χωρίς ντροπή επάνω στη νιοφερμένη. Ύστερα την πήρε από το χέρι, την οδήγησε σε ένα πολύχρωμο  παιδικό δωμάτιο. Στη μέση, καθισμένο στο χαλί, ένα τρίχρονο αγόρι έπαιζε  με κύβους και αυτοκινητάκια. «Σκύψε» της είπε, «ακούμπησε το αυτί σου στο στήθος του και άκου».

Ρίγησε η μάνα. Έσκυψε πάνω από το αγόρι, αφουγκράστηκε και άκουσε την καρδιά του νεκρού της βρέφους να της μιλά με καινούριους ήχους, πρωτόγνωρες λέξεις, που σχημάτιζε επάνω στο θολό τζάμι της ζωής της η κατάβαση μιας θείας, ουράνιας ευλογίας.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου



No comments: