Thursday, July 19, 2012

Ήταν ένα παιδί

Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Ήταν ένα παιδί. Σαν τόσα άλλα. Χωρίς τα άλλα. Μοναχικό. Εκεί  που για άλλους άνοιγαν οι δρόμοι, για εκείνο άνοιγε μονάχα μία θλίψη. Το πρόσωπό του εικόνα μιας άλλης εποχής. Ανεμοδαρμένης. Κι όμως! Στο Σήμερα κεντούσε τα ταξίδια του.

Τη λέγανε Μαρία όπως χιλιάδες άλλες Μαρίες  κι είχε δυο τεράστια κατάμαυρα μάτια, ορθάνοικτα, για να χωράνε τα θάματα του κόσμου. Από  τον πατέρα της κρατούσε μονάχα μια θολή εικόνα μέσα  στη σκέψη. Ήτανε δεν ήτανε στα τέσσερά της χρόνια,  σαν άκουσε το νέο του χαμού του. Βγήκε για δουλειά στα χωράφια, την αγαπούσε τη γη, μα εκείνη δεν τον αγάπησε όπως του ταίριαζε. Σκληρή αφέντρα, τον πήρε ένα πρωί μέσα στη γύμνια της, αναποδογυρίζοντας το τρακτέρ του σε μια κακοτράχαλη πλαγιά.

Κι έμεινε η Μαρία με τα μαύρα μάτια, τα μαύρα ρούχα, τη μαύρη θύμηση, δίπλα σε μια μάνα με τριάντα πόθους φυλαγμένους μες στο πένθος της. Κι όταν  η πρώτη θλίψη πέρασε μαζί με το χειμώνα, σαν μπήκε η άνοιξη με μυρωδιές και λάγνο φύσημα του αγέρα, βγήκαν κι οι πόθοι στο σεργιάνι.

Μεγάλωνε ακούγοντάς τους πίσω από κλειστές πόρτες, πνιχτές φωνές, βραχνούς  ψίθυρους. Και στο χωριό, σαν περπατούσε στα σοκάκια και στα καλντερίμια, έπιανε  με τη διαίσθησή της την περιφρόνηση του κόσμου αντάμα με τον οίκτο .
«Τι φταίει και τούτο το ορφανό, με τη μάνα που  έχει»!
«Θα τρίζουνε τα κόκαλα του μακαρίτη»!
«Δεν κοιτάει τη θυγατέρα της η σκρόφα, τους αγαπητικούς κοιτάει».
Μια μέρα τ’ αποτόλμησε.
«Μάνα, τι πάει να πει… αγαπητικούς»;
Έμεινε εκείνη με τα χέρια άβουλα επάνω  στο ζυμάρι για την πίτα που έπλαθε. Φλόγες πετάξανε τα μάτια της, σαν   γύρισε προς το μέρος της.
«Πού τα  άκουσες εσύ αυτά»;
«Στο δρόμο, τα λέγαν οι γειτόνισσες».

 

Ζούληξε τότες το ζυμάρι λες και θα το  έσφαζε  κι ύστερα πήρε βαθιά ανάσα  και το ξεστόμισε, σάμπως  και το φύλαγε στην άκρη της γλώσσας της.
«Αγαπητικοί είναι αυτοί που μας αγαπάνε, που μας νοιάζονται στον πόνο μας. Κι η  γειτονιά να κοιτάει τη δουλειά της. Εγώ χήρεψα, εγώ σταυρώθηκα. Λόγος δεν πέφτει σε κανέναν. Σύρε να φέρεις ζάχαρη και κανέλα κι άσε του κόσμου την πικράδα».

Ήταν ένα κορίτσι που το λέγανε Μαρία. Στα δεκατέσσερα   είχε κορμοστασιά εικοσάχρονης και μάτια μεγάλα , κατάμαυρα, μισόκλειστα, να μη χωράνε όλους αυτούς που αγαπούσανε το σπιτικό τους. Που μπαινοβγαίνανε ίδιοι  νοικοκύρηδες, κάνανε τάχα τους καλούς χριστιανούς, που συντρέχανε χήρα κι ορφανό,  μα είχε  το μάτι τους λάμψη και πονηράδα σαν έπεφτε στο καλοσχηματισμένο πια κορμί της.  Τελευταίος ο Κλεάνθης,  ένας μεσόκοπος αγελαδάρης, ξενοχωρίτης, που τους κουβάλαγε βρώμα και γιαούρτι , γλυκομιλούσε στη χήρα και γλυκοκοίταζε τη Μαρία.

Βαρύ της έπεφτε τούτο το βλέμμα. Μαχαίρι με λεπίδι κοφτερό, που έτσι κι  αντάμωνε και την περιφρόνηση του κόσμου, γινόταν τραύμα στην καρδιά της, μες στη ζωή της ολάκερη.
 
Ώσπου ένα βράδυ, ποιος ξέρει τι διάολος μπήκε μέσα της, θάρρεψε πως βρήκε τι να κάνει. Βγήκε πρώτα κατά το σούρουπο, έφτασε ως την πλαγιά που της πήρε τον πατέρα, κάθισε ξανά σιμά στην σκέψη του, τα είπανε  σιωπηλά, όπως τα λέγανε οι δυο τους μετά το χαμό του. Ένα αεράκι φύσηξε μες στα δεκατέσσερά  της  όνειρα, τα  ανακάτεψε, τα μέστωσε και σαν της τα γύρισε πίσω, είχαν τη γεύση της εκδίκησης.

Το  βράδυ καμώθηκε πως είχε κοιλόπονο, κλείστηκε από νωρίς στην κάμαρή της, έκανε πως κοιμόταν. Μα την ψυχή της άγρυπνη την κρατούσε,  αγκαλιά με  ένα γκρίζο σύννεφο που πηγαινοερχότανε στο μαξιλάρι της. Κόντευαν πια μεσάνυχτα, όταν  μπήκε από  την πίσω πόρτα ο Κλεάνθης. Άκουσε τις βαριές πατημασιές του, μύρισε όλη τη βρώμα που κουβαλούσε μες στο σπιτικό τους η παρουσία του.

Άκουσε και  τη μάνα της να τον υποδέχεται ψιθυριστά κι ύστερα την πόρτα της κάμαρής της να κλείνει πίσω από την πείνα τους. Σηκώθηκε, περπάτησε στις μύτες των ποδιών,  έφτασε μέχρι εκεί, πήρε βαθιά ανάσα, γύρισε το πόμολο κι είδε τότε τον αγελαδάρη μισοντυμένο επάνω στο στρώμα του πατέρα της. Ήθελε  να κάνει εμετό, μα συγκρατήθηκε. Κεραυνοβολήθηκε η μάνα της. Πρώτη φορά που δε  μαντάλωσε,  πρώτη φορά που η Μαρία ξυπνούσε μες στη νύχτα.

«Μαρία… δεν έχεις πια κοιλόπονο;», πρόλαβε να πει  και βιάστηκε να σιάξει τα ρούχα της.
«Θα μας παντρέψεις;» είπε μόνο.
«Ποιους; Ποιους να παντρέψω»;
«Εμένα και τον Κλεάνθη, που μας αγαπάει. Μας αγαπάει πολύ»!
Ίδρωσε η χήρα, βγήκε τσιριχτή η φωνή της. Γύρισε αγριεμένη προς τον αγελαδάρη.
«Τι σου είπα από την πρώτη στιγμή; Μακριά! Μακριά από το παιδί μου. Λέγε ! Λέγε τώρα τι της έκανες και μου ζητάει γάμο…».
«Τίποτα, όρκο παίρνω… ούτε που την άγγιξα», μουρμούρισε εκείνος, μα η αλήθεια του ακούστηκε σαν ψέμα και πνίγηκε μες στην ταραχή του. «Είστε τρελές, μάνα και κόρη κι εγώ φταίω που σας ακούμπησα το χρήμα και το έχει μου».
 
Τα μάζεψε όπως, όπως και χάθηκε μέσα  στη νύχτα, με τη μάνα πίσω του να βλαστημάει την κακή  της τύχη. Μείνανε  για ώρα οι δυο τους αμίλητες. Ύστερα έπιασε η χήρα ένα κλάμα βουβό. Για όλα όσα έζησε, για εκείνα που δεν έζησε. Έμεινε η Μαρία να την κοιτά με οργή στην αρχή, με θλίψη και συμπόνια την ώρα που έφτανε  ανυποψίαστο  το χάραμα.

Πρωί πρωί, με δυο βαλίτσες, αφήσανε  πίσω τους το χωριό, αρρωστημένες αγάπες, μίση φαρμακερά. Στην πόλη γύρεψαν όσα τους στέρησε η μοίρα και οι άνθρωποι. Και μες στην πολύβουη αδιαφορία της, σκύψανε με έγνοια πάνω από  τα κουρέλια της ψυχής τους και μπάλωσαν λίγο, λίγο τις πληγές.

Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου 

No comments: