Friday, October 29, 2010

Η σφραγίδα του ρόδου


Η σφραγίδα του ρόδου
Συγγραφέας: Βίκυ Στουφή
Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνη
Οπισθόφυλλο:
Στην Αγγλία του 16ου αιώνα, μια μαία καταδιώκεται από έναν αδυσώπητο άρχοντα, καθώς το βρέφος που προσπαθεί να προστατέψει, η Ελοΐζ, φέρει εκ γενετής ένα σημάδι που μοιάζει με τριαντάφυλλο και κληρονομείται από γενιά σε γενιά στις γυναίκες του ίδιου γενεαλογικού δέντρου. Σύμφωνα με μια προαιώνια προφητεία, κάθε γυναίκα με αυτό το σημάδι έχει την ικανότητα να προλέγει το μέλλον, γι' αυτό και η Ελοΐζ αποσπάται βίαια από την αγκαλιά της προστάτιδάς της και καταλήγει στα χέρια του άρχοντα.

Στο παρόν πια, στο Ηράκλειο της Κρήτης, μια εικοσάχρονη κοπέλα ανασύρεται ημιθανής από τη θάλασσα και μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου ξεψυχά. Λίγο πριν, αποκαλύπτει στον Άγγλο γιατρό που προσπαθούσε να τη σώσει ότι κάποιος Ντάντε την κρατούσε αιχμάλωτη σε ένα κότερο και ότι η αδερφή της, η Δάφνη, που ζει στη Βενετία, κινδυνεύει. Η Δάφνη φέρει το σημάδι του τριαντάφυλλου και βρίσκεται στο στόχαστρο μιας ισχυρής αδελφότητας που καθορίζει τις τύχες του κόσμου…

Οι δρόμοι των ηρώων του δράματος αρχίζουν να διασταυρώνονται, μέσα από ανατροπές, συνωμοσίες, δολοφονίες, έρωτες, σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται κυρίως στη Βενετία.

«Όλα όσα είχε ονειρευτεί και είχε ποθήσει βρίσκονταν μπροστά του, δε χρειαζόταν να ψάξει πιο μακριά. Σήμερα άνοιγε μια καινούρια σελίδα στο βιβλίο της ζωής του και, για να είναι σίγουρος ότι το βιβλίο του θα έμενε καθαρό από εδώ και στο εξής, έσκισε όλες τις προηγούμενες, μουντζουρωμένες σελίδες και τις πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Και μαζί τους πέταξε τη Δάφνη Ηλιάδη, τον Φράνκο Ντονατσάν, τον Ρίτσαρντ Έρλιν και την καταραμένη αδελφότητα• κράτησε μόνο μία σελίδα, εκείνη του Ντάντε, του χαϊδεμένου του, που θα ήταν για πάντα το φως των ματιών του».

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
H Βίκυ Στουφή γεννήθηκε στα Γιάννενα, αλλά, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα της, που ήταν στρατιωτικός, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.

Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου διαμένει έκτοτε. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.

Η συγγραφέας, με πολύ έξυπνο τρόπο δημιουργεί ήρωες καλούς αλλά και κακούς. Με εντυπωσίασε η γραμμή που χρησιμοποιεί σε όλο το βιβλίο και διαχωρίζει τη φαντασία από την καθημερινότητα. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραμένει αμείωτο μέχρι το τέλος, καθαρή γραφή, συγκίνηση, περιπέτεια, μυστήριο, έρωτας …
Αποσπάσματα από το βιβλίο
• Η Μάριον, όπως ονομαζόταν αυτή η γυναίκα, ήταν τελείως μόνη στον κόσμο μέχρι τη στιγμή που ο δρόμος της διασταυρώθηκε με της Ελοΐζ. Κάποτε είχε ερωτευτεί με όλο το πάθος της νεανικής της καρδιάς, αλλά εκείνος ο έρωτας δεν έμελλε να έχει αίσιο τέλος. Ο περιπλανώμενος τροβαδούρος που την είχε μαγέψει με τη γλυκιά φωνή και τα υπέροχα τραγούδια του δε συμπεριλαμβάνονταν στα σχέδια του πατέρα της, που προσδοκούσε μια καλύτερη τύχη για τη θυγατέρα του. Έτσι, οι δύο νέοι αποφάσισαν να κλεφτούν, κι ένα βράδυ έφυγαν από το χωριό γεμάτοι όνειρα για τη κοινή τους ζωή. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, πείσμωσε και ρίχτηκε στο κατόπι τους με πρωτοφανή μανία, σέρνοντας μαζί του πέντε έξι άντρες που διψούσαν για περιπέτεια και αίμα. Βρήκαν το ζευγάρι και σκότωσαν τον τροβαδούρο, αφού πρώτα τον βασάνισαν και τον εξευτέλισαν. Η Μάριον αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρική εστία περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή. Όμως τα πράγματα δε σταμάτησαν εκεί. Ο τροβαδούρος είχε προλάβει να σπείρει τον σπόρο του στη μήτρα της και τα σημάδια της εγκυμοσύνης δεν άργησαν να φανούν. Ο πατέρας της έγινε έξαλλος και την ξυλοκόπησε άγρια, με αποτέλεσμα εκείνη να χάσει το μωρό και παραλίγο τη ζωή της. Χάρη στις φροντίδες της μητέρας της, μιας άβουλης και πειθήνιας γυναικούλας, κατάφερε να σταθεί στα πόδια της έπειτα από ένα μήνα.

• Όταν ορκιζόταν στην ετοιμοθάνατη μάνα του μωρού ότι θα το προστάτευε με τη ζωή της, το εννοούσε απόλυτα. Τώρα καταλάβαινε ότι δεν απείχε και πολύ αυτή η στιγμή, αλλά σε τι θα ωφελούσε η αυτοθυσία της; Ένας νεκρός δεν μπορεί να προσφέρει και πολλά πράγματα. Το μυαλό της ταξίδεψε μερικούς μήνες πίσω, τη μέρα που κράτησε το μωρό για πρώτη φορά στα χέρια της. Ήταν παρούσα στο θαύμα της γέννησής του, αφού στην ουσία η ίδια το είχε ξεγεννήσει. Η μητέρα του, μια φτωχή χωριατοπούλα που είχε την τύχη ή την ατυχία να το φέρει στη ζωή – ανάλογα από ποια σκοπιά το έβλεπε κανείς – δεν άντεξε την ταλαιπωρία της γέννας και πέθανε αμέσως μετά. Εκείνη άρπαξε το νεογέννητο κοριτσάκι κι έφυγε αλαφιασμένη, αναζητώντας κάποιο σίγουρο μέρος για να κρύψει το θησαυρό της.
Βρήκε ένα ασήμαντο χωριό και πίστεψε πως θα την προστάτευε για πάντα το πέπλο της ανωνυμίας.

• «Θα την προσέχω εγώ», της υποσχέθηκε αυθόρμητα η μαμή. Το θέαμα μιας ετοιμοθάνατης μητέρας που κρατούσε με δυσκολία στην αγκαλιά της το νεογέννητο παιδί της ήταν από μόνο του αρκετό για να συγκινήσει ακόμα και μια άσπλαχνη καρδιά… «Φοβάμαι ότι ο λόρδος θα θελήσει να τη βλάψει …». Οι συντοπίτες της κρατούσαν το στόμα τους κλειστό και δεν είχαν επεκταθεί σε λεπτομέρειες. Την είχαν πληροφορήσει ότι το πολυπόθητο μωρό θα έφερε το σημάδι, αλλά δεν της είχαν εξηγήσει τι ακριβώς σήμαινε αυτό.

• «Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε, αγάπη μου», είπε τελικά. Την πλησίασε και την έσφιξε απαλά στην αγκαλιά του. Φίλησε διαδοχικά τα μάτια της και ένιωσε στη γλώσσα του την αλμύρα από τα δάκρυά της. «Σε λατρεύω», ψιθύρισε. «Σήμερα μου έκανες το ωραιότερο δώρο της ζωής μου κι εγώ φέρθηκα σαν γάιδαρος. Θα με συγχωρέσεις;»

• Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και η Βενετία κοιμόταν νανουρισμένη από τον παφλασμό της λιμνοθάλασσας, ονειροπολώντας τις παλιές δόξες της. Κι αν τότε κρατούσε σφιχτά στη στιβαρή γροθιά της τον κόσμο, τώρα τον μάγευε με την εξαίσια ομορφιά της και το μεγαλείο της ιστορίας της. Τη νυχτερινή σιωπή έσπαγε το απαλό γουργουρητό από τη μηχανή μιας βάρκας που γλιστρούσε επιδέξια ανάμεσα στα δαιδαλώδη κανάλια, σχεδόν αθέατη κάτω από τις σκιές των μεγαλόπρεπων μεγάρων. Ο παράταιρος ήχος ακουγόταν οικείος και καθησυχαστικός, απόλυτα συνυφασμένος με τη ζωή των κατοίκων.

• Ήταν ένα στρουμπουλό κοριτσάκι γύρω στο δέκα, με ροδαλά μάγουλα και κοντά σγουρά μαλλιά που πλαισίωναν ένα αρκετά συνηθισμένο πρόσωπο, αν και φάνταζε υπερβολικά σοβαρό για αυτή την ηλικία. Είχε, όμως, τα πιο απίθανα μάτια που είχε δει ποτέ ο Φράνκο. Ένιωσε να μαγνητίζεται από αυτά τα μάτια, που τον κάρφωναν αλύπητα και έφταναν μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής του, λες και προσπαθούσαν να την ξεγυμνώσουν. Όταν εκείνος πλησίασε επικίνδυνα, τα δύο κορίτσια έτρεξαν μέσα στο σχολείο και στην ασφάλεια που τους παρείχε. Ο Φράνκο δεν τόλμησε να τα ακολουθήσει.

• Η Δάφνη αρκέστηκε σε ένα καταφατικό κούνημα του κεφαλιού. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος, ώστε αδυνατούσε να αρθρώσει έστω μία λέξη ή να κλάψει. Ένιωθε το κορμί της εντελώς παραλυμένο, το ίδιο νεκρό με τα υπόλοιπα κορμιά που αναπαύονταν ολόγυρά της, μέσα στους ψυκτικούς θαλάμους της απρόσωπης αίθουσας. Έσκυψε και φίλησε το πρόσωπο της Σαβίνας και μετά κόλλησε το μάγουλο της πάνω στο παγωμένο μάγουλο της αδερφής της, λες κι αυτό μπορούσε να της μεταφέρει λίγη από τη δική της ζεστασιά και να την κάνει να ξαναζωντανέψει. Έμεινε έτσι αρκετή ώρα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και ψιθυρίζοντας τρυφερές κουβέντες στο αφτί της. Όταν σηκώθηκε, ήταν γαλήνια, κυρίαρχη και πάλι του εαυτού της.

• Το πρώτο πράγμα που έκανε γυρίζοντας στο Λονδίνο ήταν να κολλήσει στον τοίχο του δωματίου του όλες τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει κατά τη διάρκεια των διακοπών του. Κάθε φορά που έβλεπε από το παράθυρο του τον γκρίζο ουρανό και τη μουντή πόλη, άχρωμη σαν ασπρόμαυρη ταινία, έστρεφε το βλέμμα στις φωτογραφίες και χόρταινε ήλιο και χρώματα. Χάιδευε με τα ακροδάκτυλά του τους φοίνικες στο Βάι και του φαινόταν πως άκουγε τα κλαριά τους να θροΐζουν στο απαλό μελτέμι που φυσούσε από τη μεριά του Αιγαίου. Ρουφούσε αχόρταγα τα κρυστάλλινα, δροσερά νερά στο Φραγκοκάστελο και λίγο πιο δυτικά, στο Ελαφονήσι, έβλεπε το κορμί του να γλιστράει με τη χάρη του ψαριού στην καταπράσινη θάλασσα. Ακολουθούσε τα βήματά του στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης των Χανιών και καθόταν να ξεκουραστεί στα γραφικά καφενεία του λιμανιού, πίνοντας παγωμένο καφέ και νιώθοντας στο πρόσωπό του τις ζωογόνες σταγόνες των κυμάτων που χτυπούσαν στην προκυμαία. Βούλωνε τα αφτιά του στη φασαρία του Λονδίνου και διέσχιζε νοερά το φαράγγι της Σαμαριάς ή περιφερόταν στα άγρια και μεγαλόπρεπα βουνά της ενδοχώρας.

• «Αν ήμαστε πραγματικά αδέρφια, θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Τώρα, όμως, εγώ δεν τη θέλω αυτή την αγάπη. Είναι λειψή και ασήμαντη … Είναι σταγόνα στο δικό μου ωκεανό»….. Δε φταις εσύ, απλώς η αγάπη έρχεται μόνη της και σου χτυπάει την πόρτα, χωρίς να την ενδιαφέρει αν είναι σωστό ή λάθος».

• Οι γιατροί είχαν την καλοσύνη να με ενημερώσουν διεξοδικά για όλες τις φάσεις της αρρώστιας μου. Είναι αρκετά δυσάρεστο, ομολογώ. Αποφάσισα, όμως, να μην πάω σε κανένα νοσοκομείο. Κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει το δικαίωμα να πεθάνω με αξιοπρέπεια στο σπίτι μου. Σταμάτησε για λίγο να πάρει ανάσα και συνέχισε πιο ζωηρά. «Άλλωστε, εμείς οι μεγαλύτεροι ξέρουμε καλά το μάθημά μας: η ζωή είναι εντελώς απρόβλεπτη και τα πράγματα συχνά εξελίσσονται πολύ διαφορετικά απ’ ότι έχουμε υπολογίσει».

• Τελικά, η Ελοΐζ γέννησε τα ξημερώματα της επόμενης μέρας και αφού πρώτα κινδύνεψε η ζωή της. Λάτρεψε το γιο της την ίδια στιγμή που το είδε να αποσπάται από το κορμί της, μια μελανιασμένη και ματωμένη μπαλίτσα που έκλαιγε γοερά. Όταν τον κράτησε στην αγκαλιά της και του πρόσφερε το άγουρο στήθος της, ένιωσε πως το κάθε λαίμαργο ρούφηγμα της θηλής δεν έτρεφε μόνο το μωρό της, αλλά κι εκείνη την ίδια. Η ζωή της αποκτούσε για πρώτη φορά νόημα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που είχε στην κατοχή της κάτι ολόδικό της.

• Η Τάνια κοίταζε αχόρταγα γύρω της, καθώς το ταχύπλοο έσκιζε τα θολά νερά. Μαούνες φορτωμένες με κάθε λογής εμπορεύματα, από λαχανικά μέχρι υλικά οικοδομών, βαπορέτα που εκτελούσαν χρέη αστικών λεωφορείων, πηγαίνοντας από το ένα νησί στο άλλο, πλωτά ταξί και ασθενοφόρα περνούσαν δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής και πολλές φορές εκείνη έκλεινε τα μάτια από φόβο, περιμένοντας την αναπόφευκτη σύγκρουση. Όλα τα πλεούμενα κυκλοφορούσαν στους υδάτινους δρόμους όπως ακριβώς τα αυτοκίνητα στη ξηρά. Ηρέμησε μόνο όταν μπήκαν στο Μεγάλο Κανάλι, όπου η κίνηση φαινόταν να διεξάγεται κάπως πιο ομαλά. Έτσι, μπόρεσε να θαυμάσει απερίσπαστη τα υπέροχα παλάτια που δέσποζαν και στις δύο πλευρές του. Τα δαντελωτά παράθυρα, οι αψίδες, τα γοτθικά τόξα και τα λαξεμένα διακοσμητικά στοιχεία αποτελούσαν ένα αρμονικό πάντρεμα ανατολίτικης και δυτικής τεχνοτροπίας, αφήνοντάς την άφωνη με την ομορφιά τους.

• Ο άντρας άφησε κάτω το πιρούνι και την κοίταξε. Όταν η Δάφνη γελούσε, γινόταν ακόμα πιο όμορφη. Το πρόσωπό της έλαμπε, λες και κάποιο εσωτερικό φως έβγαινε στην επιφάνεια.

• Οι Έλληνες ζουν σε μία από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου, αλλά δυστυχώς αγνοούν την ομορφιά της ή την καταστρέφουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο τυχεροί είναι που μπορούν να συνδυάσουν τα πάντα, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.

• Κοιμήθηκε βαριά και, όταν το πρωί σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρό της, έμεινε άφωνη από το θέαμα που αντίκρισε. Από κάτω απλώνονταν οι κήποι και τα φυτά που νόμισε πως την απειλούσαν το προηγούμενο βράδυ είχαν αποκτήσει την πραγματική τους μορφή κάτω από το φως της μέρας. Τα λουλουδιασμένα παρτέρια, το καταπράσινο γρασίδι και τα αιωνόβια δέντρα συνέθεταν ένα αρμονικό σύνολο, αποπνέοντας μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης. Την τελευταία πινελιά σε αυτό τον αριστουργηματικό πίνακα πρόσθετε η λιμνούλα στο κέντρο του κήπου, με τις ιτιές να γέρνουν πάνω από το νερό, σε μια προσπάθεια να ενωθούν και να γίνουν ένα μαζί του. Ο φρέσκος αέρας όρμησε στο δωμάτιο, κουβαλώντας τις μοσχοβολιές των λουλουδιών και της πρωινής δροσιάς.

• Η Σοφία είχε τα μάτια κλειστά, αλλά φαίνεται πως τον ένιωσε να έρχεται, γιατί τα άνοιξε απότομα και τον κοίταξε. Αυτός εδώ ήταν ο δολοφόνος της, όμως τώρα που ήξερε πως πλησίαζε το τέλος ένιωσε μια ανείπωτη γαλήνη και σταμάτησε ξαφνικά να τον φοβάται. Λυπόταν μόνο για τον πόνο που θα προκαλούσε άθελά της στους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Οι μορφές του Μαρτσέλο, της Δάφνης και του Λεονάρντο πέρασαν από μπροστά της, χαρίζοντας καθένας τις πλέον πολύτιμες στιγμές της κοινής τους ζωής. Ήταν δικαίωμά της να πάρει κάτι στο μεγάλο ταξίδι προς το άγνωστο και η Σοφία ένιωσε απέραντη ανακούφιση στη σκέψη ότι κανείς δεν μπορούσε να της το στερήσει αυτό.

• Ήταν, λοιπόν, τόσο απελπισμένος ώστε να καταστρέψει τη ζωή ενός αθώου νέου προκειμένου να ικανοποιήσει τις δικές του ρηχές φιλοδοξίες; Σε αυτή την ερώτηση η απάντηση ήταν «όχι». Η συνείδηση του δεν άντεχε να σηκώσει το αβάσταχτο βάρος των τύψεων, γιατί ο Κωνσταντινίδης ήταν κατά βάση ένας έντιμος άνθρωπος. Καμιά φορά ενεργούσε απερίσκεπτα, αλλά γι’ αυτό έφταιγε το άγχος και η ανασφάλεια, που θολώνουν την κρίση και γίνονται οι χειρότεροι συμβουλάτορες για τους ανθρώπους. Όμως δεν ήθελε να οδηγήσει κανέναν αθώο στη φυλακή. Το «φύτεμα» των ψευδών ενοχοποιητικών στοιχείων και η παραποίηση της δικής του αναφοράς αυτό έδειχναν: πως ο Μαρτσέλο Καβαλιέρι ήταν αθώος. Κάποιοι στην Ιταλία, θέλοντας να παρουσιάσουν έναν ένοχο, ενήργησαν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας για την αλήθεια. Ακριβώς όπως έκανε και ο ίδιος. Αν έπρεπε να καταδικάσει κάποιον, έπρεπε να αρχίσει πρώτα από τον εαυτό του και μετά να επιρρίψει ευθύνες στους άλλους, εκείνοι απλώς τέλειωσαν τη δουλειά που είχε αρχίσει ο ίδιος.

• Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε επιτρέψει στην καθημερινότητα να τον πάρει από κάτω και πως η ίδια η ζωή τον είχε προσπεράσει χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να τον κεράσει ούτε με χαρές ούτε με λύπες. Είχε αναπτύξει ένα μοναδικό ταλέντο να αδιαφορεί και για τα δύο, με την δικαιολογία πως δεν είχε χρόνο. Έλαμπε δια της απουσίας του απ’ όλα τα σημαντικά οικογενειακά γεγονότα, όπως γάμοι, γεννήσεις, κηδείες. Οι ερωτικές του σχέσεις λιγοστές, μετρημένες στα δάχτυλα, δεν κρατούσαν παραπάνω από μερικούς μήνες και διαλύονταν πάντα με πρωτοβουλία της άλλης πλευράς. Δε στάθηκε, όμως, ποτέ να αναλύσει τι έφταιγε και δεν ευδοκιμούσαν οι σχέσεις του με το άλλο φύλο. Σήμερα, όμως, κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, καταλάβαινε ποιος ήταν ο φταίχτης. Είχε αναλώσει τη ζωή του ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, κυνηγώντας χίμαιρες και θερίζοντας εφήμερη δόξα. Και είχε αποκομίσει μόνο μοναξιά και εσωστρέφεια. …. Είχε αποφασίσει πως η ζωή του δε γινόταν να συνεχίσει εσαεί στο ίδιο τροπάρι και πως έπρεπε να λάβει κάποια δραστικά μέτρα για να την αλλάξει. Δεν ήξερε ακόμα με τι τρόπο θα το κατόρθωνε, αλλά και μόνο αυτή η σκέψη τόνωσε το ηθικό του, κάνοντάς τον να χαμογελάσει στο είδωλό του στον καθρέφτη.

• Η σημερινή μέρα υπήρξε καταλυτική για τον Γκουερίνι: ήταν μέρα απολογισμού. Και ανακάλυψε σωρεία ανομημάτων. Για να κατοχυρώσει τη θέση του στην κορυφή είχε πατήσει επί πτωμάτων, είχε κλείσει τα αφτιά στη φωνή της συνείδησής του, έγινε σκληρός και αδιάφορος στον ανθρώπινο πόνο. Δεν αναρωτήθηκε ποτέ τι είχαν απογίνει εκείνοι που αδίκησε, που άρπαξε τις δουλειές τους και τους πέταξε στο δρόμο. …. Ξαφνικά ένιωσε έντονη δυσφορία και έναν οξύ πόνο στο στήθος. Ήταν σύμπτωμα καρδιακής προσβολής ή μήπως η πάλαι ποτέ ξεχασμένη συνείδησή του επαναστατούσε ενάντια στη φοβερή αδικία που ετοιμαζόταν να γίνει σε βάρος ενός νέου ανθρώπου, του οποίου το μόνο κακό ήταν ότι βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή;

• «Δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω», είπε συγκινημένος ο Λεονάρντο. «Όχι εμένα, σινιόρ Πελιτσάρο. Αν νιώθετε την ανάγκη να ευχαριστήσετε κάποιον, τότε να ευχαριστήσετε το Θεό. Εκείνος συγχωρεί την αδικία και έχει τον τρόπο Του για να την επανορθώνει».

• Ο Τζέιμς στράφηκε μουδιασμένος προς τον περικαλλή ναό και έπειτα από μικρή σκέψη παραμέρισε του ενδοιασμούς του και, αφήνοντας μόνο του τον Μαρτσέλο, προχώρησε προς τα εκεί. Μπαίνοντας, τον υποδέχτηκε αρχικά μια ψαλμωδία στα ελληνικά, προφανώς μαγνητοφωνημένη. Στο εσωτερικό επικρατούσε μισοσκόταδο και η ανεπαίσθητη ευωδία από λιβάνι που πλανιόταν στον αέρα προσέδιδε στο χώρο μια μυστηριακή νότα. Τα καντήλια του τέμπλου ήταν όλα αναμμένα και οι άγιες μορφές που δέσποζαν δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης γλύκαιναν κάτω από τον αμυδρό φωτισμό και έπαιρναν μια ανθρώπινη υπόσταση. Ο Τζέιμς ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται από τη συγκίνηση. Σε σύγκριση με τις τεράστιες καθολικές εκκλησίες, που μάλλον τον απωθούσαν με την παγωμάρα τους, έβρισκε πως οι ορθόδοξες ήταν πιο φιλόξενες. Εξέπεμπαν μια περίεργη ζεστασιά και γαλήνευαν την ψυχή του, αλλά ταυτόχρονα τον έκαναν να τρέμει από ιερό δέος.

• Η Δάφνη αντιλήφθηκε τον παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή του και στράφηκε προς το μέρος του, νιώθοντας τα μάγουλά της να φλογίζονται. Εκείνη τη μαγική ώρα, που το βελούδινο σούρουπο κρύβει έντεχνα με τις σκιές του οτιδήποτε άσχημο, το πρόσωπο της κοπέλας αχνόφεγγε σαν θαμπό μαργαριτάρι, θυμίζοντας κάτι από τον παλιό καλό εαυτό της.
• Η φωτιά είχε περάσει και από εδώ, αλλά αυτή τη φορά είχε έρθει να ευεργετήσει αντί να καταστρέψει, χαράζοντας με εκπληκτική ακρίβεια ένα μικρό κόκκινο κύκλο, στο μέγεθος κέρματος, στο σημείο που άλλοτε βρισκόταν το εκ γενετής σημάδι της Δάφνης. Το άγγιγμά της είχε, θαρρείς, ένα και μοναδικό σκοπό: να διορθώσει αυτό που είχε κάνει η φύση πάνω σε μια στιγμή ιδιοτροπίας και να αποθέσει το δικό της ανεξίτηλο ίχνος, σβήνοντας μια και καλή το λευκό τριαντάφυλλο... Πνιγμένος από συγκίνηση, έσκυψε και απίθωσε ένα ευλαβικό φιλί στην καμένη σάρκα, εκεί όπου κάποτε υπήρχε η σφραγίδα του ρόδου.
Ναταλία Ιωαννίδου

1 comment:

mosaicology said...

ενδιαφέρον.
τέλειο εξώφυλλο.
πρωτότυπη ιστορία.