Tuesday, June 8, 2010

Αν δεν υπήρχε αύριο


Αν δεν υπήρχε αύριο
Συγγραφέας: Μαρία Τζιρίτα
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Γράφει η 
Ναταλία Ιωαννίδου
Από τη Λευκωσία
Οπισθόφυλλο:
Η Κατερίνα μένει μόνη με δύο παιδιά, όταν ο άντρας της την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα, έπειτα από είκοσι χρόνια γάμου. Ο Γιάννης, πλούσιος και όμορφος στα σαράντα πέντε του χρόνια, δεν έχει γνωρίσει ποτέ την αγάπη. Ο Μιχάλης, φιλοχρήματος και αγχώδης σε όλη του τη ζωή, μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο. Η Μαριλένα, μια εικοσιδυάχρονη κοπέλα, περιμένει τον άντρα των ονείρων της για να ξεφύγει από την καταπιεστική οικογένειά της. 

Την 1η Απριλίου 2009 αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι εγκλωβίζονται στα χαλάσματα του κτιρίου μιας αμερικανικής τράπεζας ύστερα από βομβιστική επίθεση. Μαζί τους κι ένας μυστηριώδης άντρας, ο οποίος, λίγο προτού ξεψυχήσει, τους εξομολογείται ένα τραγικό όσο και απίστευτο μυστικό. Για να τους βοηθήσει να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους; Για να τους παρηγορήσει; Ή μήπως για να τους δώσει μια τελευταία ευκαιρία να βρουν την προσωπική τους ευτυχία; Κανείς δε θα μάθει ποτέ… 

Αυτό το μυστικό όμως, που τους δένει με έναν όρκο σιωπής, τους αναγκάζει να δουν τη ζωή τους με άλλο μάτι και να προσπαθήσουν να βρουν την ευτυχία, ακόμα κι αν γι’ αυτούς αλλά και για ολόκληρη τη Γη δεν υπάρχει αύριο…

Η Μαρία Τζιρίτα, μια πολύ αγαπημένη συγγραφέας, άνθρωπος απλός και τρυφερός, βάζει τους προβληματισμούς της στο χαρτί και μοιράζεται μαζί μας καταστάσεις και αλήθειες της καθημερινής ζωής. Συστατικό του βιβλίου της η απέραντη αγάπη που κρύβει στη μεγάλη της καρδιά! Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μαθαίνουν να ζουν τη ζωή τους με έναν μοναδικό τρόπο, σέβονται τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά τους, αλλά εκτιμούν και τον εαυτό τους. Η καρδιά κατέχει την πρώτη θέση και χαρίζουν αφειδώλευτα την αγάπη τους …

Η συγγραφέας, γράφει με τρόπο απλό χωρίς «σαντιγί» στις περιγραφές της. Κάθε λέξη και ένα βαθύ νόημα, κάθε παράγραφος και ένας προβληματισμός, γι’ αυτό χρησιμοποιεί πολλά ερωτηματικά στο τέλος αρκετών προτάσεων. Γνωρίζει πολύ καλά τα θέματα που αγγίζει. Γράφει για το επάγγελμα του τραπεζικού, το μπλόκιγκ, τη σχέση ανάμεσα σε ζευγάρια. Αναφέρεται σε γεγονότα και καταστάσεις που μας απασχολούν καθημερινά, μιλά για τη μάστιγα του καρκίνου που μας θερίζει, τις ανησυχίες αυτών που υποφέρουν, τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι γιατροί για θεραπεία των ασθενών τους.

Δεν παραλείπει να αναφερθεί στα ξεσπάσματα της νεολαίας που σημάδεψαν το πανελλήνιο τον Δεκέμβριο 2008, ενώ ακούγονται σε αρκετά σημεία του βιβλίου τα προβλήματα που προκύπτουν από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Η ανάγνωση του βιβλίου προβληματίζει αρκετά …. Άραγε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν δεν υπήρχε αύριο; Πόσο καλύτερη και πόσο ανθρώπινη θα ήταν άραγε; Άραγε πρέπει να νιώσουμε ότι χάνουμε κάτι για να το εκτιμήσουμε και να του δώσουμε τις σωστές διαστάσεις;

Προσωπικά, διερωτώμαι αν δεν υπήρχε αύριο τότε γιατί όλοι μας μεριμνούμε με τόση μανία γι’ αυτό; Γιατί καταναλώνουμε τόση ενέργεια στο να κτίσουμε σπίτια, να αγοράσουμε αυτοκίνητα, να στοιβάζουμε σε μετοχές και σε ομόλογα; Γιατί δεν τα περιορίζουμε στα άκρως απαραίτητα; Γιατί ξεχνούμε τη ψυχή μας και δεν φροντίζουμε γι’ αυτήν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο; Έτσι και αλλιώς, δεν ξέρουμε ποιο «σήμερα» θα είναι το τελευταίο μας.

Η Μαρία αναλύει σε βάθος τους ήρωες του βιβλίου της και λαμβάνει σοβαρά υπόψη όλα όσα τους συνέβηκαν στο παρελθόν και άφησαν κάποιο σημάδι στην ψυχή τους, όσα τους συμβαίνουν καθημερινά, όλα όσα τους προβληματίζουν. Δεν είναι τόσο τυχαίο το γεγονός ότι, χωρίς αμφιβολία, όποιος γνωρίσει τη Μαρία Τζιρίτα θα την βάλει στην καρδιά του! Αυτό συνέβηκε και στη δική μου καρδιά … η Μαρία κατέχει μια θέση!

Αποσπάσματα από το βιβλίο
Από τη στιγμή που είχε μπει στην τράπεζα ο Γιάννης Αλεξίου, ο πλούσιος και ευπαρουσίαστος επιχειρηματίας, η Μαριλένα έπαψε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους υπόλοιπους πελάτες. Εφόσον πληρούσε τις προδιαγραφές του ιδανικού για εκείνη συζύγου, δεν είχε καμία σημασία το γεγονός ότι ήταν περίπου είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της. Ή, για να το θέσουμε πιο σωστά, αποτελούσε το διαβατήριό της για τη ζωή που ονειρευόταν, για ένα καλύτερο αύριο.

Δεν είχε τίποτα προσωπικό με τον Μιχάλη Βούρο σε όλους έτσι φερόταν, ή, τουλάχιστον σε όσους καταλάβαινε ότι είχαν την ανάγκη του, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς αποτελούσαν την πλειονότητα των ανθρώπων με τους οποίους σχετιζόταν, ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο. Δεν είχε αυταπάτες ο Γιάννης Αλεξίου. Ήξερε ότι με το χρήμα μπορούσε ν΄ αγοράσει τα πάντα, και αυτό ακριβώς έκανε.
Η Κατερίνα γενικώς δεν πρόσεχε τους πελάτες, την ενδιέφερε μόνο η δουλειά της και τίποτε άλλο. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, λόγω των οικογενειακών της προβλημάτων, ζούσε κυριολεκτικά στον κόσμο της.
Όση ώρα η Κατερίνα πάλευε να μετακινήσει το σπασμένο γραφείο, προκειμένου να βοηθήσει τον Αλεξίου, έλεγε συνέχεια στον εαυτό της, από μέσα της: Δεν έχει συμβεί αυτό, ονειρεύομαι, δεν έχει συμβεί! Καμιά φορά έβλεπε τέτοια όνειρα, όπου βρισκόταν εγκλωβισμένη σε μικρούς χώρους και δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά τότε ξυπνούσε. Αυτή τη φορά, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να βγει από αυτή την κατάσταση. Της φαινόταν απίστευτο, δεν μπορεί να είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Πώς γκρεμίστηκε το κτίριο; Με ποιόν τρόπο;

Προσπαθούσε να σκέφτεται θετικά, να διαβεβαιώνει τον εαυτό της ότι σύντομα θα τέλειωνε αυτός ο εφιάλτης και θα τους έβγαζαν όλους σώους από κει μέσα. Είχε δει στην τηλεόραση ανθρώπους εγκλωβισμένους για ώρες ή και μέρες μέσα σε ερείπια, που τελικά τους ανέσυραν ζωντανούς. Ήλπιζε οι ίδιοι να ήταν πιο τυχεροί και να μην κρατούσε τόσο πολύ το μαρτύριό τους.

«Μην κλαις, δεν υπάρχει λόγος», της είπε τρυφερά και το λόγια του είχαν άμεση επίδραση. Μια γαλήνη απλώθηκε μέσα της κι αμέσως ηρέμησε. Ο Κυριακού, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, φώναξε στους άλλους: «Εσείς εκεί! Σταματήστε να παλεύετε, καταναλώνετε άσκοπα την ενέργειά σας! Πάρτε την κοπέλα από κει όπου κάθεται μόνη της και κλαίει κι ελάτε εδώ κοντά μου, όλοι σας!»

«Λεβιάθαν ονομάσαμε τον πλανήτη που θα συγκρουστεί με τη Γη στις 3 Αυγούστου 2010. Πιθανόν να πέφτουμε έξω στον υπολογισμό μας, αν ο πλανήτης αλλάξει ταχύτητα, αλλά αυτό είναι απίθανο. Εδώ και δύο χρόνια η πορεία του είναι σταθερή. Και έρχεται κατευθείαν καταπάνω μας ... Πρέπει να προλάβω να σας τα πω όλα. Ξέρω ότι δυσκολεύεστε να με πιστέψετε, όμως σας ορκίζομαι ότι δεν είμαι τρελός, σας λέω την αλήθεια. Δουλεύω για τη NASA, είμαι πυρηνικός φυσικός, έχω ζήσει την περισσότερη ζωή μου στο εξωτερικό ασχολούμενος με έρευνες και μελέτες, έχω διακριθεί ...»

Θυμήθηκε τα λόγια του Κυριακού: «Ό,τι δεν κάνατε ....» Πόσα πολλά ήταν τα πράγματα που δεν είχε κάνει, αλήθεια. Πράγματα που ανέβαλλε για αύριο, για μεθαύριο. Και να τώρα που πιθανόν δε θα υπήρχε αυτό το αύριο για την ίδια. Πόσα δεν πρόλαβε να κάνει, πόσα δεν πρόλαβε να πει .. Για μια στιγμή ευχήθηκε να είχε δίκιο ο μυστηριώδης άντρας και να της δινόταν αυτή η τελευταία ευκαιρία. Όχι ότι πίστεψε την εξωφρενική ιστορία του, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το παραλήρημα ενός ετοιμοθάνατου, όμως σίγουρα την προβλημάτισε.

«Πόσες φορές τα έχουμε συζητήσει αυτά; Εντάξει, ήταν ο πρώτος αλλά από σένα εξαρτάται να μην είναι και ο τελευταίος. Γιατί δε θες να το καταλάβεις πως μόνη σου καταστρέφεις τη ζωή σου; Δε σ’ την καταστρέφει αυτός! Εσύ είσαι υπεύθυνη για τον εαυτό σου και για το μέλλον σου, κανένας άλλος. Στήριξες όλη σου τη ζωή πάνω σ’ έναν άντρα. Πώς το έκανες αυτό το πράγμα; Τι ήσουν δηλαδή, η σκιά του Διονύση; Δηλαδή, χωρίς αυτόν παύεις να υπάρχεις; και αν πέθαινε, τι θα έκανες; Θα πέθαινες κι εσύ μαζί, σαν τις γυναίκες των Φαραώ; 

Η Κατερίνα της χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της κι ένιωσε ευγνωμοσύνη που τουλάχιστον είχε μια τόσο καλή φίλη στο πλευρό της. Χαρά όμως δεν κατάφερε να νιώσει. Είχε περάσει τόσο πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βίωσε ένα παρόμοια συναίσθημα, ώστε κόντευε πια να ξεχάσει πώς ήταν. Λες κι ο Διονύσης φεύγοντας έβαλε στις βαλίτσες του μαζί με τα πράγματά του και τα δικά της συναισθήματα. Και την άφησε άδεια, να παλεύει να βρει τον εαυτό της, να ξεχωρίσει τι ήταν δικό του και τι δικό, και τι της έμεινε για να αξίζει να ζει...

Είχε δίκιο το κορίτσι. Μια χαρά παιδιά ήταν, λίγο αντιδραστικά λόγω της εφηβείας, αλλά πολύ καλά παιδιά. Και είχαν κατανόηση, κι όλο την καλόπιαναν, κι αυτή .... Τελικά όλοι είχαν δίκιο. Και η Βάσια που της τα έλεγε τόσο καιρό. Ακόμα και ο Διονύσης. Όλοι προχωρούσαν στη ζωή τους και φρόντιζαν να είναι και να περνάνε καλά, εκτός από την ίδια. Μόνο εκείνη παρέμενε κολλημένη στο παρελθόν, γραπωμένη από τη σχέση της με τον Διονύση, που πια είχε καταντήσει φάντασμα. Σε τι ήλπιζε; Τι περίμενε; Γιατί δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση πως ό,τι είχαν τελείωσε, και μάλιστα ανεπιστρεπτί;

Έκανε λάθη. Θεωρούσε πολλά πράγματα δεδομένα. Πρώτα απ’ όλα τον ίδιο το γάμο της. Ποιος εγγυάται όμως ότι ακόμα κι αν ο ένας από τους δύο προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό τον έρωτα στη σχέση, ο άλλος θα ανταποκρίνεται για πάντα; Τελειώνουν αυτά τα πράγματα, της έλεγε η Βάσια. Μα τι είναι η αγάπη να τελειώσει; Ο έρωτας ναι, φθείρεται, ξεθωριάζει. Αλλά η αληθινή αγάπη; Τελειώνει έτσι απλά; 

Μπορεί πράγματι να πεθάνει;
«Όσο εσύ θα σκέφτεσαι, αγαπητέ μου, ο καρκίνος θα σου τρώει τα πνευμόνια! Μα είναι δυνατόν να μου λες τώρα για την τράπεζα και τις δουλειές σου; Η υγεία μας πάνω απ’ όλα, έτσι δε λέγαμε πάντα; Αν με άκουγες από παλιά, δε θα ήσουν εδώ σήμερα. Μια ζωή η δουλειά κι η δουλειά και τα λεφτά ... κι έρχεται μια ωραία πρωία που συνειδητοποιείς ότι τόσα χρόνια κόπιαζες και ίδρωνες για να χτίσεις έναν τάφο που θα σε καταπιεί ...»
Ο άντρας της τη λάτρευε με το ίδιο πάθος καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, είχε πολλές ιδιοτροπίες κι ένα σοβαρό ελάττωμα, ήταν σφιχτοχέρης. Η Εύη εκτιμούσε την καλή του συμπεριφορά και την αγάπη που της έδειχνε και έτσι ισορροπούσε τα παράπονά της. Ήταν καλός πατέρας και σύζυγος, αν και υπερβολικά αγχώδης με όλα τα θέματα. Ειδικά με το οικονομικό.

Η Εύη κράτησε για λίγο στην αγκαλιά της τη συσκευή του τηλεφώνου, προτού την ακουμπήσει στη βάση της. Πάντα το έκανε αυτό μετά την κουβεντούλα με την κόρη της. Σαν ένα υποκατάστατο της Νεφέλης της, αυτό το μικρό ασύρματο τηλέφωνο το κρατούσε σφιχτά και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ακουμπήσει ένα φιλί στο σημείο απ’ όπου έβγαινε η φωνή της. Πόσο της έλειπε το κοριτσάκι της ...

Κοίταξε το ρολόι που υπήρχε στον απέναντι τοίχο και με τρόμο διαπίστωσε πως η ώρα ήταν δύο το μεσημέρι! Ποτέ πέρασαν αλήθεια τόσες ώρες; Απ’ τη μια της φαινόταν σαν να είχε περάσει μόνο μια στιγμή από τότε που μπήκε στο γραφείο του Μιχάλη, κι από την άλλη σαν να είχε γεράσει δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια; Θα ζούσε σε δέκα χρόνια;

Η Βάσια εξεπλάγη. Αυτό δεν το περίμενε με τίποτα. Προθυμοποιήθηκε να πάει να μείνει με την Κατερίνα για να της συμπαρασταθεί, κι εκείνη έδειχνε καλύτερα από ποτέ. Σαν να ήταν πιο ήρεμη, πιο χαλαρή, και να είχε διάθεση να κάνει πράγματα για τα οποία μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε που ήθελε ν’ ακούσει. Φυσικά δέχτηκε με χαρά την πρόταση της φίλης της, αλλά δεν έπαψε να αναρωτιέται μήπως η έκρηξη της είχε κουνήσει το μυαλό για τα καλά.
Όση ώρα μιλούσε την παρατηρούσε με τόσο πάθος και μέσα του τη θαύμαζε αυτή τη γυναίκα. Πού έβρισκε τόση δύναμη ψυχής; Τόση σοφία; Είχε άραγε οικογένεια; Είχε άντρα, παιδιά; ήταν τόσο απλή και συνάμα τόσο όμορφη. Η εμφάνισή της δεν ήταν εντυπωσιακή, η προσωπικότητά της όμως σίγουρα ήταν. Τόσο διαφορετική. Χαμογέλασε. Σκέφτηκε πως πρώτη φορά στη ζωή του βρισκόταν με μια ωραία γυναίκα, χωρίς αυτό να είναι ερωτικό ραντεβού.

Η Κατερίνα κοίταξε τη νεαρή κοπέλα. Το βλέμμα της φαινόταν χαμένο, σαν να ταξίδευε σε άλλους κόσμους. Έφερε στο μυαλό της όσα έζησαν μαζί, μέσα στα χαλάσματα, μετά την έκρηξη. Θυμήθηκε τον πανικό και το κλάμα της Μαριλένας, θυμήθηκε τη στιγμή που λιποθύμησε στα χέρια της. Ήταν ένα μικρό κορίτσι, είκοσι δύο χρονών, αλλά παιδί ακόμα, που προφανώς κάποιοι δεν της επέτρεψαν να μεγαλώσει. Όσα συνέβησαν ήταν πολύ τραγικά για να μπορεί ένα παιδί να τα αντιμετωπίσει.

Δύσκολα τα πράγματα. Η μικρή δεν ήταν καθόλου καλά, θα μιλούσε και παραέξω, ήταν σίγουρο. Με πιθανότερη κατάληξη, αν οι υπόλοιποι δεν την επιβεβαίωναν, να την κλείσουν τελικά σε ψυχιατρική κλινική. Κρίμα το κορίτσι. Ήταν τεράστιο ηθικό δίλημμα αυτό για τους υπόλοιπους, τι θα έκαναν; Μπορούσαν να επιτρέψουν να γίνει κάτι τέτοιο; Αν όμως, αν ... Αν ο Κυριακού δεν ήταν τρελός, μήπως τελικά κινδύνευαν όλοι;
Κάθε άνθρωπος που βλέπει τον Χάρο με τα μάτια του αλλάζει. Όταν κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου, την εκτιμάς. Το φιλοσοφείς αλλιώς, βάζεις άλλες προτεραιότητες. Έχει συμβεί σε πολλούς.
«Τον τελευταίο καιρό», συνέχισε ο Μιχάλης, «συνέβαιναν περίεργα πράγματα στη ζωή μου. Όσο πήγαινα αγχωνόμουν και περισσότερο, μου φαίνονταν όλα μαύρα κι άραχνα. Η οικονομία μας από το κακό στο χειρότερο, χρέη, δάνεια, υποχρεώσεις ... Η κόρη μου να μη μου μιλάει καν, έχω να τη δω πολλά χρόνια. Εγώ φταίω. Δεν το παραδεχόμουν. Τρεις μέρες προτού γίνει η έκρηξη, έμαθα ΄το έχω καρκίνο στον πνεύμονα. Όχι σε προχωρημένο στάδιο, ησυχάστε. Μετά συνέβη αυτό και ... τις μέρες που έμεινα στο νοσοκομείο κατάλαβα πως ήταν σαν ένα σημάδι. 

Δεν είχε άλλο τρόπο ο Θεός να μου δείξει πως είχα πάρει λάθος δρόμο. Με ταρακούνησε για καλά, ομολογώ. Σκέφτηκα πως τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την ίδια μας τη ζωή. Γιατί τη θεωρούμε δεδομένη και συνεχώς ζητάμε όλο και περισσότερα; Κι όταν καταφέρνουμε να τα αποκτήσουμε, πάλι δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Κρατάμε κακία σε ανθρώπους που αγαπάμε κι αφήνουμε τη ζωή να περνάει σαν την άμμο μέσα από τα δάκτυλά μας και να χάνεται. Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ αποφάσισα να την κλείσω πια τη χούφτα μου!»

Ο Γιάννης κι η Κατερίνα έμειναν με σκυμμένο το κεφάλι, ενοχικά, να σκέφτονται όσα άκουγαν. Στην ουσία ο Μιχάλης εξέφραζε με λόγια όσα και οι ίδιοι ένιωθαν όλες αυτές τις μέρες.

«Όλη μου τη ζωή το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να κάνω λεφτά και περιουσία. Τίποτα δεν έκανα φυσικά παρά μόνο κάποιες οικονομίες στην τράπεζα, σε ομόλογα και καταθέσεις. Άφησα το παιδί μου μόνο του σε μια ξένη χώρα, να παλεύει για ένα μεροκάματο, κι εγώ είχα τα λεφτά μου στην άκρη να αβγατίζουν. Λάθη, λάθη ... Στερήθηκα τις χαρές της αγάπης της, έκοψα την οικογένειά μου στα δύο, από ένα πείσμα, έναν εγωισμό. Μ’ έφαγε το άγχος, το χρηματιστήριο θ’ ανεβεί ή θα πέσει; 

Οι μετοχές τι θα γίνουν; Θα επενδύσουν ή δε θα επενδύσουν οι πελάτες; Το αποτέλεσμα; Καρκίνος, φίλοι μου. Έρχεται μια ωραία πρωία που δεν υπάρχει αύριο για σένα. Και τι αφήνεις πίσω; Μια τρύπα στο νερό. Ευκαιρίες που έχασες για ουσιαστική ζωή. Για ταξίδια, εμπειρίες, αγάπη. Γι’ αυτό σας λέω. Το ενδεχόμενο να καταστραφεί η Γη και να χαθούμε όλοι δε με τρομάζει τόσο πολύ. Θέλω, όμως, μέχρι τότε να κάνω όσα δεν πρόλαβα. Σας συμβουλεύω να κάνετε κι εσείς το ίδιο...»

Ο Γιάννης κάθισε απέναντι στους άλλους δύο, στην αγαπημένη του πολυθρόνα, κι άφησε τα λόγια αφιλτράριστα να βγουν από το στόμα του και να γεμίσουν το χώρο.
«Κι εγώ τα ίδια έκανα. Εσύ τουλάχιστον παντρεύτηκες τη γυναίκα που αγάπησες και αγαπάς ακόμα. Μοιράζεσαι τη ζωή σου με κάποιον. Εγώ το μόνο που έχω είναι χρήματα. Γιατί μόνο αυτά είχα από μικρό παιδί. Η μάνα μου με παράτησε στον πατέρα μου κι έφυγε με έναν άλλο. Δεν την ξαναείδα ποτέ. Εκείνος δούλευε όλη μέρα, σπάνια τον έβλεπα, με μεγάλωσε μια γιαγιά που νυχθημερόν έβριζε τη μάνα μου. Καμιά γυναίκα δεν κατάφερα ποτέ να αγαπήσω, ούτε να εμπιστευθώ. Ήμουν ένας σκληρός εκμεταλλευτής και το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να γλεντάω, να περνάω καλά. Ξόδευα μέσα σ’ ένα βράδυ στα μπουζούκια όσα χρήματα χρειαζόταν μια τετραμελής οικογένεια να ζήσει για ένα μήνα. Και το έκανα χωρίς τύψεις. Κανένας απ’ τους δυο σας δε με χωνεύει, το ξέρω καλά. Και δε σας αδικώ, γιατί πλέον ούτε εγώ με αντέχω. 

Εσύ, Μιχάλη, λες για την κόρη σου. Πόσων χρονών ήταν όταν έφυγε; Δεκαοχτώ, μάλιστα. Μέχρι τότε όμως την έζησες, τη μεγάλωσες και τώρα έχεις την ευκαιρία να αποκαταστήσεις τη σχέση σας και να τη φέρεις πάλι κοντά σου. Το ξέρετε πως πιθανόν έχω κι εγώ ένα παιδί και δεν ξέρω καν αν είναι αγόρι ή κορίτσι; Ναι, μη με κοιτάτε έτσι. Με τριάντα χιλιάδες ευρώ εξαγόρασα το μέλλον του κι εξαφανίστηκα. Μπορείτε να με φτύσετε, μου αξίζει. Έχω ένα βαφτιστήρι, παιδί του κολλητού μου φίλου, και με το ζόρι πήγαινα να το δω. Το μόνο που του έδινα ήταν λεφτά, αυτό μόνο ήξερα να δίνω ...»
Η Κατερίνα κοίταξε τα μάτια του Γιάννη και τα είδε βουρκωμένα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Έπειτα από όσα άκουσε, είχε ακόμα περισσότερους λόγους να τον αντιπαθεί, κι όμως, δεν ένιωσε καθόλου έτσι. Κατάλαβε πως ήταν η σειρά της να μιλήσει, να πάρει το λόγο σ’ αυτό το παράξενο παιχνίδι εξομολογήσεων που έπαιζαν οι τρεις τους εκείνο το βράδυ.

«Το μόνο αξιόλογο πράγμα που έκανα στη ζωή μου είναι τα παιδιά μου. Παντρεύτηκα έναν άντρα που αγάπησα πολύ μικρή και ουσιαστικά μεγάλωσα μαζί του. Ποτέ δεν κοίταξα άλλον. Η οικογένειά μου ήταν τα πάντα για μένα, η ζωή μου ολόκληρη. Κι όπως αντιμετώπιζα την ίδια τη ζωή, έτσι πήρα και την οικογένειά μου, ως δεδομένο. Έμαθα να προσδιορίζω τον εαυτό μου μέσα από τον Διονύση, πάντα ήμουν η γυναίκα του Κομνηνού, ποτέ η Κατερίνα. Έτσι ένιωθα, πως μόνη μου δεν είμαι τίποτα. Μέχρι που εκείνος άνοιξε πανιά για άλλη αγκαλιά και με άφησε πριν από περίπου ένα χρόνο. Από τότε νιώθω σαν να έχασα τα πάντα, ούτε πια η αγάπη για τα παιδιά μου δε μου πρόσφερε χαρά. 

Έγινα μίζερη, κλείστηκα στον εαυτό μου, χωρίς να υπολογίζω πόσο μεγαλύτερη ζημιά τους έκανα. Δε μ’ ενδιέφερε τίποτα, φυτοζωούσα. Όλη μέρα σκεφτόμουν πως θα τον εκδικηθώ, πώς να τον φέρω πίσω. Μου ζητούσε διαζύγιο κι αρνιόμουν πεισματικά. Ήθελα να τον πάω στα δικαστήρια, να του κάνω ασφαλιστικά μέτρα. Δε με ένοιαζε αν δε μ’ αγαπούσε πια, το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι ξανά όπως πριν, η γυναίκα του. Για τα μάτια του κόσμου δηλαδή, γιατί επί της ουσίας .... τίποτα. Αφού δεν αγαπούσα εγώ τον εαυτό μου, δεν τον εκτιμούσα, πώς είχα απαίτηση από κάποιον άλλο να το κάνει; Κατάλαβα πως, αν δεν μπορούμε να είμαστε καλά με τον εαυτό μας, δεν είμαστε καλά με κανέναν άλλον. 

Έτσι κι εγώ. Ποτέ δεν έζησα για μένα, πάντα για τους άλλους ζούσα. Αλλά ναι, θα το αλλάξω. Τώρα πια, πράγματα που μου φαίνονταν κάποτε σημαντικά δείχνουν ασήμαντα, τιποτένια. Ήμουν δυστυχισμένη κι έκανα και τους γύρω μου δυστυχισμένους. Αν πέθαινα τη μέρα της έκρηξης, θα άφηνα πίσω μου μόνο πίκρα. Αν ο χρόνος που μου μένει είναι αυτοί οι δεκαπέντε, δεκάξι μήνες, θα φροντίσω να τους ζήσω όσο καλύτερα μπορώ και να κάνω όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ ευτυχισμένους. Όσο περνάει από το χέρι μου. Το υπόσχομαι. Στη μνήμη του Κυριακού, στη μνήμη της Μαριλένας, σε σας που σας άνοιξα την καρδιά μου και σας μίλησα όπως ούτε στον εαυτό μου δεν είχα τολμήσει μέχρι τώρα ... και πάνω απ’ όλους το υπόσχομαι σε μένα. Στην Κατερίνα Νικολάου ... 

Σηκώθηκαν κι ένωσαν τα χέρια τους χωρίς να πουν κουβέντα. Η σιωπή ανάμεσά τους πιο πλούσια κι από τις πιο δυνατές λέξεις. Ο Μιχάλης έφυγε πρώτος, λέγοντας μονάχα: «Μην ξεχάσετε τον Λεβιάθαν. Ακόμα κι αν είναι ψέμα ... »

Η Κατερίνα χαμογέλασε. «Τίποτα δε μας σκοτώνει τελικά, Γιάννη. Δίκιο έχουν όσοι το λένε. Απλώς μας κάνει πιο δυνατούς. Αρκεί να το αντιμετωπίσουμε. Όσο δεν το αντιμετωπίζουμε, μας τρώει από μέσα. Μόνα εμείς οι ίδιοι έχουμε τη δύναμη να σκοτώσουμε τον εαυτό μας, κανένας άλλος δεν μπορεί να το κάνει για μάς. Ό,τι επιτρέπουμε μας κάνουν».

Τους είπα να πάμε να πάμε το Πάσχα στην Καλαμάτα, στους γονείς μου. Έχω ένα σωρό φίλες εκεί που έχω να δω χρόνια. Αχ, είναι τόσο πολλά αυτά που θέλω να κάνω ... Δεν είναι αστείο; Αντί να νιώθω τρομοκρατημένη που μπορεί να μου μένουν λίγοι μήνες ζωής, εγώ ξαφνικά έχω όρεξη να κάνω χίλια δυο πράγματα! Τι είμαστε τελικά εμείς οι άνθρωποι ... Πρέπει να νιώσουμε ότι χάνουμε κάτι για να το εκτιμήσουμε και να το δούμε στις σωστές του διαστάσεις.

Κατάφερε να τον κάνει να χαμογελάσει κι αυτό της έδωσε κουράγιο να συνεχίσει. «Όπως το πάθαμε εμείς τώρα με τον Λεβιάθαν. Έχουμε το φόβο του. Δεν ξέρουμε αν θα έρθει σίγουρα, αν υπάρχει καν. Παρ’ όλα αυτά, άλλαξε τις ζωές μας. Κι αν καταφέρει να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αν καταφέρει να μας κάνει να τα βρούμε με τον εαυτό μας και να είμαστε ευτυχισμένοι, τι σημασία έχει αν πράγματι υπάρχει; Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Καταλαβαίνεις τι είναι ή τουλάχιστον τι θα έπρεπε να είναι ο Θεός για τους ανθρώπους; Η ευκαιρία μας να βρούμε την προσωπική μας ευτυχία.

Αυτό το ταξίδι είναι μοναχικό κι έτσι πρέπει να είναι. Εσύ θα κάνεις το δικό σου ταξίδι, για να βρεις εσένα. Κι όταν θα έχουμε βρει και οι δυο τον εαυτό μας, τότε θα το δούμε το κοινό μας ταξίδι. Τώρα, τι να λέμε; Έχουμε τόσα πράγματα να ξεκαθαρίσουμε πρώτα, του είπε.
Της τηλεφώνησε ο ίδιος και την παρακάλεσε, στην κυριολεξία, να έρθει να περάσει το Πάσχα μαζί τους. 

Ήταν σαν να της έκανε το χατίρι, η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική. Ήθελε πάρα πολύ να δει το παιδί του, να το σφίξει στην αγκαλιά του και να αναπληρώσει όλο τον χαμένο χρόνο στη σχέση τους. Είχε αποφασίσει να της ζητήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, εφόσον το ήθελε κι εκείνη φυσικά. Το σπίτι τους θα ήταν ανοιχτό να την υποδεχτεί. Αλλά ακόμα κι αν προτιμούσε να μείνει στη Γαλλία, ο Μιχάλης θα τ ης έδινε από τώρα όλα τα χρήματα που προόριζε γι’ αυτήν και τα οποία τόσα χρόνια έμεναν στην τράπεζα ανεκμετάλλευτα.

Δεν είναι ότι δεν την αγαπούσε και πριν τη γυναίκα του, ίσα ίσα, τη λάτρευε. Αλλά δεν της το έδειχνε, τουλάχιστον όχι με τον σωστό τρόπο. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως αγαπάει πραγματικά, αν δεν μπορεί να βάλει στην άκρη τον εγωισμό του, τα πάθη του και τις προσωπικές του φιλοδοξίες;
Εδώ και δεκαπέντε μέρες η Εύη γνώριζε τον άντρα της απ’ την αρχή. Έναν Μιχάλη που έμοιαζε πολύ με τον Μιχάλη των είκοσι πέντε χρόνων, σε ακόμα καλύτερη έκδοση. Γιατί εκτός από τρυφερός, γλυκομίλητος, ενθουσιώδης και περιποιητικός, ήταν και πιο ώριμος, κι αυτό του έδινε ακόμα μεγαλύτερη γοητεία.

Δεν πειράζει, καλό θα κάνει σε πολλούς. Να μάθουν να ζουν με λιγότερα. Μας έφαγε η υπερκατανάλωση .... Είναι όλοι ήδη χρεωμένοι, γιατί έκαναν τη μεγάλη ζωή όχι με τα δικά τους χρήματα, αλλά με πίστωση. Και τώρα καλούντα να ξεχρεώσουν και δεν τους μένουν χρήματα για να ζουν όπως ζούσαν. ... Ευκαιρία να εκτιμήσουν αυτά που έχουν, τώρα που θα τα στερηθούν. Μια χαρά είμαστε εμείς.

Οι απόψεις μου ήταν ηλίθιες κι απλώς βρήκα το σθένος να το παραδεχτώ. Τι νομίζεις; Ότι το έκανα για σένα ή τη μάνα σου; Για μένα το έκανα! Λέω, πόσα χρόνια μου έμειναν να ζήσω ακόμα; Ας τα ζήσω καλά με τους ανθρώπους που αγαπάω δίπλα μου.
Το Πάσχα ήρθε και πέρασε, αφήνοντας στην οικογένεια της Κατερίνας μια γλυκιά ζεστασιά από όμορφες στιγμές με αγαπημένους ανθρώπους, χαρές, γέλια και αναμνήσεις. Οι γονείς της ξετρελάθηκαν από τη χαρά τους που είχαν τόσες μέρες κοντά τους την κόρη τους και τα εγγόνια τους που τόσο λάτρευαν και όμως δεν έβλεπαν συχνά.

Πράγματι, η Κατερίνα ένιωθε εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Κι όσο περισσότερο άλλαζε τόσο περισσότερο της άρεσε ο εαυτός της. Απολάμβανε την παρέα των γονιών και των παιδιών της, δεν είχε καθόλου νεύρα πια κι έδειχνε να έχει θετικά διάθεση για όλα τα πράγματα. Όσο για τον Διονύση ... Δεν μπορούσε να πει πως δεν τον αγαπούσε πια, αυτό θα ήταν ψέμα. Τον σκεφτόταν, της έλειπε, αλλά δεν ένιωθε πλέον θυμό γι’ αυτό. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να αποδεχτεί την κατάσταση, να κλείσει το κεφάλαιο του γάμου της μαζί του και να προχωρήσει παρακάτω.

Η αλήθεια είναι πως είχε νιώσει πολύ ερωτευμένος μ’ εκείνη τη γυναίκα, την Τζένη. Έζησαν μια έντονη ερωτική ιστορία οι δυο τους κι ο Διονύσης ένιωσε πράγματα που είχε να νιώσει εδώ και πολλά χρόνια. Ξέφυγε από τη ρουτίνα της οικογενειακής ζωής, περνούσε πολύ καλύτερα μαζί της και όσο καλύτερα περνούσε τόσο περισσότερα νεύρα είχε μέσα στο σπίτι του. Οι καβγάδες με την Κατερίνα πύκνωναν, τα παιδιά με τις απαιτήσεις του τον πίεζαν, ένιωσε να πνίγεται μέσα σ΄ ένα ασφυκτικό περιβάλλον, την ίδια στιγμή που η Τζένη, από την άλλη όχθη, του υποσχόταν μια ζωή χαλαρή, γεμάτη έρωτα και ξεχασμένες συγκινήσεις.

Μα καλά, εσύ δεν έλεγες ότι δεν τον χώνευες; Μου τον παρουσίαζες σαν έναν κακομαθημένο γόη, που τα λεφτά του νόμιζε ότι μπορούσε να αγοράσει τα πάντα! Υπερόπτη τον έλεγες, εγωιστή, υπερφίαλο, και με τι δεν τον στόλιζες!  Θα υπογράφω με το ψευδώνυμο «Ελπίδα» και το ιστολόγιο μου θα ονομάζεται «Αν δεν υπήρχε αύριο». Πώς σου φαίνεται; .... Σκεφτόμουν όλα αυτά τα πράγματα που θα κάναμε όλοι μας, αν πραγματικά δεν υπήρχε αύριο, αν είχαμε μια προθεσμία σύντομη στη ζωή και το γνωρίζαμε ... Τι θα αλλάζαμε, τι θα κάναμε που δεν κάναμε ως τώρα, πόσο πιο τολμηροί θα γινόμαστε .... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;

Τι είχε πάθει; Τη μια σκεφτόταν έτσι και την άλλη αλλιώς. Καθόταν κάθε βράδυ στο σπίτι του έκανε όνειρα και σχέδια που αφορούσαν την Κατερίνα. Δεν έβγαινε, δεν είχε όρεξη για τίποτε άλλο. Οι παρέες του τον έψαχναν, ανησυχούσαν γι’ αυτόν. Όλο το Πάσχα το μόνο που έκανε ήταν να βρίσκεται με τον Στάθη και την οικογένειά του και να στέλνει μηνύματα στο κινητό της Κατερίνας. Τουλάχιστον είχε ευχαριστηθεί το βαφτιστήρι του τις μέρες εκείνες. Μέχρι και σε παιδότοπο τον πήγε!

Δεν τα κατάστρεψα εγώ, Διονύση, εσύ τα κατέστρεψες. Κι άκου να σου πω κάτι, για να μην έχεις λάθος εντύπωση. Δεν το κάνω για να σ’ εκδικηθώ, ούτε από εγωισμό. Κατάλαβα πως ό,τι ένιωθα για σένα μου το σκότωσες. Ίσως και να είχε συμβεί προτού χωρίσουμε και να μην το είχα συνειδητοποιήσει. Είχα πάψει να είμαι ερωτευμένη μαζί σου, αλλά μας έδενε μια γλυκιά συνήθεια και η οικογένειά μας βέβαια. Δε θα έφευγα ποτέ από σένα επειδή είχε ξεθυμάνει ο έρωτας, εσύ όμως το έκανες. Και τώρα πια δεν είναι ότι δε σ’ αγαπώ, αλλά δε σ’ εκτιμώ, Διονύση.

Υπήρξες άραγε ποτέ Ή μήπως σ’ ονειρεύτηκα; Πασχίζω να κρατήσω Τη μορφή σου στη μνήμη μου Μα αυτή όλο και ξεθωριάζει. Ο ήχος της φωνής σου, Το γέλιο σου, το κλάμα σου Ήχησαν ή μήπως τα φαντάστηκα; Αν δε σε σκεφτώ, αν δε σε νοσταλγήσω, Δεν υπάρχεις πουθενά. Δε γεννήθηκες ποτέ. Αν δε σ’ αγαπώ, αν δε σε ποθώ πια Νομίζω δεν υπάρχεις. Κι αν σε κάποιον άλλον τόπο ζεις Κι εκεί γελάς, εκεί πονάς, Εκεί και αγαπιέσαι Απ’ το μυαλό μου δεν περνάς Και την καρδιά μου δεν κρατάς Μονάχα μια μου σκέψη: Υπήρξες άραγε ποτέ; Ή μήπως σ’ ονειρεύτηκα;

Η ποίηση είναι ποίηση, μην την αναλύεις και μην την ταυτίζεις με συγκεκριμένα πρόσωπα, χάνει τη μαγεία της. Ήθελα μόνο να σου πω πως όλα τελικά ξεθωριάζουν στο χρόνο. Ακόμα και τα πιο δυνατά συναισθήματα, όταν τα κοιτάξεις στο πρίσμα του χρόνου, σου φαίνονται πια αχνά, αδύναμα ... Σε βαθμό που αναρωτιέσαι αν το έζησες ή μήπως το ονειρεύτηκες. Ακριβώς όπως συμβαίνει με το όνειρο. Μόλις ξυπνήσεις το πρωί, το θυμάσαι καθαρά και συναισθήματα που βίωσες κάνουν την καρδιά σου να χτυπά και στον ξύπνιο σου. Στη διάρκεια της μέρας όμως χάνεται, σβήνει, κι ό,τι ονειρεύτηκες μένει σαν θολή ανάμνηση στο μυαλό σου ή και ξεχνιέται εντελώς.

Τα συναισθήματα δουλεύουν μέσα μας, ωριμάζουν, κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Σαν το φρούτο που πέφτει από το δέντρο. Σε μια στιγμή πέφτει, αλλά η ωρίμανση του έχει γίνει σιγά σιγά μες στο χρόνο. Και για όλα τα πράγματα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος που θα συμβούν. Αποφάσισα να ακολουθήσω την καρδιά μου. Έψαξα να βρω τι νιώθω και τι θέλω πραγματικά, έξω από συμβατικότητες, πέρα από τα «πρέπει». Τι θέλω εγώ, για μένα, για την Κατερίνα. Όχι για τα παιδιά, για τους γονείς μου, για τους φίλους μου. Και είδα πως αυτό που θέλω είναι να είμαι καλά. Να τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Να μην ντρέπομαι να κοιταχτώ στον καθρέφτη.

Κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Θα θρηνήσεις, θα πενθήσεις, θα κάνει τον κύκλο του και θα περάσει. Ο θυμός, η μανία εκδίκησης, ακόμα και η αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα πια στη ζωή, τι θέση έχουν εδώ; Αχ, Βάσια μου, ξέρεις πόση δύναμη έχουμε μέσα μας οι άνθρωποι; Τα πάντα μπορούμε να καταφέρουμε, τα πάντα! Αρκεί να το θελήσουμε.
Μα δεν είναι οι στιγμές με κάποιον που σε σημαδεύουν τελικά, παρά τα συναισθήματα που σου αφήνουν μετά, αυτό είναι τα πολύτιμα, αυτά και το κέρδος.

Έτσι πέρασε ο καιρός κι ήρθε το καλοκαίρι. Μα πόσος καιρός ήταν αλήθεια; Δυο μήνες, δυο χρόνια, δυο ολόκληρες ζωές; Ο χρόνος … εντελώς σχετική έννοια κι ασήμαντη μπροστά στον έρωτα. Πόσο μάλλον ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που ένιωσαν πως η αληθινή ζωή ξεκίνησε γι’ αυτούς τη μέρα που με τραγικό τρόπο γνωρίστηκαν. Και να που μέσα από την καταστροφή, μέσα από το φόβο, κάτω από συνθήκες τόσο αντίξοες, βρήκε τον τρόπο και άνθησε η αγάπη, σαν ένα πεισματάρικο βλαστάρι που ξεπετιέται από μια ρωγμή του εδάφους στη μέση της ερήμου, στην απόλυτη ξηρασία. 

Πάντα βρίσκει δρόμο η αγάπη. Η Κατερίνα δεν απάντησε, είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. Η ομορφιά της πόλης ξεπερνούσε και τα πιο τρελά της όνειρα, κάθε φαντασία. Σαν να ήταν βγαλμένη από κάποιο παραμύθι, ένα παραμύθι στο οποίο η ίδια ήταν πρωταγωνίστρια. Η Ωραία Κοιμωμένη, ή καλύτερα η Σταχτοπούτα, που βρήκε επιτέλους τον πρίγκιπα της. Ένιωσε ευγνώμων που είχε την ευκαιρία να ζήσει το δικό της παραμύθι.

Η καρδιά μου είναι ανοικτή, Ζεσταίνει το μυαλό και το κορμί μου. Η σκέψη μου σε μια και μόνο διαδρομή, Σ’ αυτή που θα σε φέρει στη ζωή μου. Χρώμα αρώματα και φως Όπου κοιτάξω αντικρίζω, Αυτό τον κόσμο τον γλυκό Πρώτη φορά μου τον γνωρίζω. Και μια χαρά τόσο τρελή Με συνοδεύει όπου κι αν πάω. Θαρρείς πως είσαι εσύ ο τυχερός; Εγώ είμαι η τυχερή που σ’ αγαπάω!

Οι άνθρωποι, ξέρεις, έχουμε την τάση να πιστεύουμε πως θα ζούμε για πάντα, κι έχουμε την πολυτέλεια να αναβάλλουμε … όταν όμως συνειδητοποιήσεις ότι μπορεί να χάσεις τη ζωή σου απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, αλλάζουν πολλά.

Πόσο ντρεπόταν πλέον για όσα έκανε, για ό,τι ήταν. Χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους χωρίς ενοχές και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να περνάει αυτός καλά. Ωστόσο δεν περνούσε καλά, γιατί δεν ήταν καλά. Όλη του η ζωή υπήρξε μια αντίδραση, καθώς ξεγελούσε τον εαυτό του για ό,τι πραγματικά τον πονούσε.

Με την Κατερίνα, όμως, όλα ήταν αλλιώς. Οι ατέλειές της την έδειχναν ακόμα πιο ανθρώπινη, πιο αληθινή και πιο αξιολάτρευτη. Ήταν πανέξυπνη, είχε χιούμορ, ήθος και μια αξιομίμητη στάση απέναντι στη ζωή. Είτε ήταν πάντα έτσι είτε η μεταστροφή αυτή συνέβη μετά την έκρηξη, η ουσία ήταν πως η παρέα της Κατερίνας σε έκανε να θες να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, εκτιμώντας τη ζωή και τις χαρές της.
Κοίτα, Βάσια, καταλαβαίνω πως υπάρχουν πολλά κενά σ’ αυτή την ιστορία, αλλά μην ξεχνάς ότι ο Μάνος είναι ένα παιδί και τα παιδιά έχουν ανάγκη να πιστεύουν και στα παραμύθια και στα θαύματα. Εδώ κι εμείς οι μεγάλοι πιστεύουμε σ’ αυτά, της είπε η Κατερίνα χαμογελώντας.

Η Χαρά, ποτέ δεν ξεπέρασε τον Γιάννη. Παρέμενε γι’ αυτή ο μεγάλος της έρωτας και τον έβλεπε καθημερινά στο πρόσωπο του γιου της. όλη την αγάπη που έκρυβε στην καρδιά της για τον Γιάννη την έδωσε στον Μάνο, και μάλιστα με το παραπάνω. Το λάτρευε το παιδί της και του είχε δώσει άριστη ανατροφή. Υπήρξε γι’ αυτόν μάνα και πατέρας μαζί, ενώ ποτέ δεν τον παραμέλησε για να κάνει τη ζωή της.

Άξαφνα η σκέψη του έτρεξε στη δική του μάνα. Τον γέννησε, τον γέννησε, τον έζησε δέκα ολόκληρα χρόνια ... πώς άντεξε να τον αφήσει; Ο ίδιος ένιωθε ήδη αγάπη για ένα παιδί που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, που δεν το είχε ποτέ κλείσει στην αγκαλιά του, κι όμως τώρα που ήξερε την ύπαρξή του, δεν μπορούσε να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς αυτό. Τον πονούσε η σκέψη πως έχασε τόσα χρόνια από τη ζωή του παιδιού του, και λαχταρούσε όσο τίποτε άλλο να το δει και να το αγκαλιάσει. Η δική του μάνα πώς μπόρεσε;

Είχε κάνει κι η Χαρά όμως καλή δουλειά με το παιδί. Πάντα του μιλούσε για τον πατέρα του, του είχε δημιουργήσει μια πολύ όμορφη, ιδανικά εικόνα γι’ αυτόν, κι ο Μάνος βρήκε μέσα στην ψυχή του το πατρικό πρότυπο που τόσο είχε ανάγκη να ταυτιστεί μαζί του. Ποτέ δεν τον κατάργησε η Χαρά τον Γιάννη στα μάτια του γιου τους. Κι όταν εκείνος εμφανίστηκε από το πουθενά, ο Μάνος όχι απλώς δεν είχε πρόβλημα με αυτό, αλλά του φάνηκε και το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου.

Ό,τι ζήσαμε δικό μας για πάντα. Κανένας δεν μπορεί να το αγγίξει και κανένας δεν μπορεί να μας το πάρει. Μοναδικό μας. Μη ζητάς ποτέ κανείς να το καταλάβει, αφού ούτε εμείς δεν μπορούμε. Και τρομάζουμε. Περνάει ο καιρός, κυλούν οι μέρες και δεν ξεχνιέται τίποτα, παρά θεριεύει. Οι εικόνες, οι φωνές, τα τραγούδια, οι αγκαλιές, τα γέλια, η ηδονή, η αγάπη ... ζουν μέσα μας, χορεύουν στο ρυθμό τους, μας κρατούν κι εμάς ζωντανούς στο πείσμα τους. Μας νίκησαν. Αποδειχτήκαμε λίγοι και μικροί μπροστά ση δύναμή τους. Τι ήταν αυτό το μαγικό που μοιραστήκαμε οι δυο μας, που το μυαλό κι η λογική φαντάζουν ανάξια μπροστά του;

Δε θα έλεγε απολύτως τίποτα. Θα το έθαβε μέσα της και δε θα το σκεφτόταν καν. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την έκρηξη κι είχε καταφέρει τόσα πολλά πράγματα στο διάστημα αυτό. Δε θα επέτρεπε τώρα να χαλάσει τίποτα. Είχε δώσει υπόσχεση στον εαυτό της πως τη μέρα εκείνη που μπορεί να τελείωναν όλα, θα είχε την ψυχή της καθαρή και θα ένιωθε ευτυχισμένη.

Καλύτερα λίγοι μήνες ζωής αληθινής, παρά ατελείωτα χρόνια που κυλάνε μάταια και άσκοπα. Εξάλλου μαζί θα φύγουμε καρδιά μου, όλοι μας, μαζί με τα παιδιά μας και όλους τους αγαπημένους μας. Δεν θα υπάρξει πόνος για κανέναν.
Και, παιδιά μου, μ’ έβαλε πάλι κάτω και δώσ’ του εξετάσεις, δώσ’ του μαγνητικές και τι δε μου έκαναν. Τον έβλεπα τον Γιώργο ανάστατο, έλεγα μέσα μου: «Πάει, εξελίχθηκε ο καρκίνος, έχω γεμίσει ολόκληρος, τέλειωσα». Κι έρχεται τελικά ο γιατρός και μου λέει: «Κάτι δεν πάει καλά. Ή μάλλον πάει τόσο καλά που δεν το πιστεύουμε. Δεν υπάρχει ίχνος από τον καρκίνο, Μιχάλη! Έχω τρελαθεί, δεν καταλαβαίνω πώς έγινε αυτό! Προφανώς αντέδρασε ο οργανισμός σου πολύ θετικά στην αγωγή, στα φάρμακα που σου είχα δώσει, και τον καταπολέμησε. Μιχάλη μου, είσαι εντελώς καθαρός!»

Αγάπη μου, Σου έχω γράψει τόσο πολλά, σου έχω πει άλλα τόσα. Ποτέ όμως δε σου έγραψα κάτι στο χαρτί και για μένα είναι πολύ σημαντικό να δεις τα γράμματά μου, όπως οδηγούνται από το χέρι μου. Να σου εκφράζω τα συναισθήματά μου και να βλέπεις, να διαβάζεις το τρέμουλο στο χέρι μου. Να καταλαβαίνεις από τις άστατες σειρές, από τις μικρές γραμμούλες που πετάγονται εδώ κι εκεί, πως τρέμει η ψυχή μου όταν σου μιλώ, μαζί με το χέρι μου... 

Και σ’ έχω απέναντί μου τώρα εδώ και να τι θέλω: θέλω να βάλω σε λέξεις όσα αισθάνομαι. Πόσο ανόητη είμαι να πιστεύω πως θα ήταν αυτό ποτέ δυνατόν; Ό,τι άλλο είχα αισθανθεί στη ζωή μου προτού σε γνωρίσω, ναι, με λέξεις το εξέφραζα. Το μεγαλείο της ψυχής που εσύ μου χάρισες καλέ μου, όμως, πώς; Ποιες λέξεις, ποια γλώσσα θα μπορούσε ποτέ να το περιγράψει;

Αρκεί μόνο να σου πω πως κοιτάζω μέσα μου και νιώθω δέος, το ίδιο δέος που νιώθω όταν αντικρίζω τον Θεό. Κι εμείς οι δυο, καρδιά μου, δε χρειάζεται να λέμε πια λόγια … Μέχρι να φύγω απ’ αυτή τη ζωή, μέχρι ν’ αφήσω την τελευταία μου πνοή, πάντα θα θυμάμαι πως η αγάπη η αληθινή δεν είναι τα λόγια που είπα και άκουσα … παρά εκείνο το δάκρυ που κύλησε απ’ τα μάτια μας, την ίδια στιγμή που η ψυχή μου αντίκρισε τη δική σου …

Όταν βρέθηκε στην εκκλησία, τη νύχτα της Ανάστασης, με το κερί της στα χέρια, ένιωσε σαν να ήταν ολομόναχη εκείνη τη στιγμή, παρόλο που είχε δίπλα της τα αγαπημένα της πρόσωπα. Ο φόβος του θανάτου επέστρεψε στο μυαλό της και την έκλεισε σ’ έναν κόσμο απόλυτα μοναχικό, όπως μοναχικός είναι ο ίδιος ο θάνατος. Κοιτούσε τη φλόγα του κεριού που τρεμόσβηνε κι αισθάνθηκε πως το ίδιο αβέβαιη ήταν η ζωή της. από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να έσβηνε, όπως η αδύναμη φλόγα του κεριού σ’ ένα φύσημα του ανέμου. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την κρατήσει αναμμένη. Χαμογέλασε πικρά κι έβαλε την παλάμη της γύρω από το κερί, σαν παραπέτασμα για να το προστατεύσει από τον αέρα. 

Τι θα μπορούσε όμως να κάνει για τη ζωή της για να εξασφαλίσει ότι αυτή δε θα χαθεί; Μάλλον τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να φροντίσει να τη ζήσει όσο καλύτερα γινόταν, για όσο αυτή διαρκούσε.

Ωστόσο η Κατερίνα, σε αντίθεση με όλη την ζωή της, αποφάσισε να κάνει αυτό που ήθελε η ίδια κι όχι αυτό που ήθελαν οι άλλοι για λογαριασμό της. Τους απάντησε ήρεμα ότι η απόφασή της ήταν ειλημμένη κι ότι, αν δεν ήθελαν να πάει μαζί με τον Γιάννη στο χωριό, απλώς θα πήγαιναν κάπου αλλού μαζί. Στην προοπτική να μη δουν καθόλου την κόρη και τα εγγόνια τους, οι γονείς της υποχώρησαν και δέχτηκαν τελικά τον Γιάννη στο σπίτι τους. 

Του φέρθηκαν με μεγάλη ευγένεια και δεν τον έκαναν να νιώσει διόλου ανεπιθύμητος, χωρίς να χρειαστεί να προσπαθήσουν για αυτό. Ο Γιάννης τους κέρδισε με την προσωπικότητά του, το χιούμορ και τη γοητεία του, αλλά ακόμα σπουδαιότερος λόγος για τη μεταστροφή τους αυτή ήταν το γεγονός ότι είδαν την κόρη τους πραγματικά ευτυχισμένη μαζί του.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και το καλοκαίρι μπήκε για τα καλά. Αμείλικτος ο χρόνος, ποτέ δε λογαριάζει τις ανάγκες μας. Ο Γιάννης με την Κατερίνα περνούσαν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί, εκμεταλλευόμενοι την κάθε στιγμή. Κάθε Σαββατοκύριακο πήγαιναν εκδρομή σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, εκτός από τη Θεσσαλονίκη βέβαια, όπου πήγαιναν να δουν τον Μάνο. Τελικά κατάλαβαν πως έτσι κι αλλιώς δε θα προλάβαιναν να δουν όλα τα μέρη που δεν είχαν δει στη ζωή τους κι αποφάσισαν να μην κάνουν άλλο ταξίδι.
Καθημερινά πήγαινε στην εκκλησία κι άναβε το κεράκι της. Τις περισσότερες φορές κοντά της και ο Γιάννης σιωπηλοί και οι δυο, να ενώνουν τις προσευχές τους και τις ελπίδες τους. Να κάνουν την αυτοκριτική τους καν να ψάχνουν μέσα από την πίστη τους τη δύναμη να κρατήσουν τη γαλήνη στην ψυχή τους. Να λατρεύουν τη ζωή και να μη θέλουν να πιστέψουν πως θα χαθεί για πάντα.

Τώρα είναι που πρέπει να φανείτε πιο δυνατοί. Για να δώσετε χαρά σε όλα τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Όταν έρθει η μέρα εκείνη, αν δε γίνει μια απλή έκλειψη και έρθει πράγματι η καταστροφή, πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς για όσα καταφέραμε όλοι μας μέσα σ’ αυτούς τους μήνες. Να νιώθουμε περήφανοι που αλλάξαμε τις ζωές μας προς το καλύτερο και κάναμε κι άλλους ανθρώπους ευτυχισμένους. Σκεφτείτε πόσα κερδίσαμε. Μην αφήσετε το φόβο να δηλητηριάσει τις μέρες, τις στιγμές που μας απέμειναν. Αν έρθει το τέλος, να μας βρει δυνατούς, με καθαρή ψυχή, με την απόλυτη γνώση ότι η ευτυχία μας είναι στα χέρια μιας, όλα μέσα στο μυαλό μας. Τεράστια γνώση αυτή. Κι αν δεν είναι η ώρα μας ακόμα και ο Λεβιάθαν αποδειχτεί ένα ψέμα, σκεφτείτε τι μας περιμένει από δω και πέρα... Μπορείτε να φανταστείτε μεγαλύτερη ευτυχία από αυτή; Κρατήστε την ελπίδα ζωντανή, ο Θεός είναι μεγάλος ... Τα πάντα εν σοφία εποίησε ...

Το σπουδαιότερο κατόρθωμα της ζωής της. Αυτά τα παιδιά. Το είπε και στον Διονύση. Τον ευχαρίστησε για τα είκοσι χρόνια, που μπορεί να μην ήταν παραμυθένια, τουλάχιστον όχι προς το τέλος, αλλά ήταν κομμάτι από τη ζωή της που δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Τον ευχαρίστησε για τα υπέροχα παιδιά, για τις χαρές, τις λύπες, για τους αγώνες, για τις νίκες, για όλα αυτά που συνθέτουν το πάζλ του μικρόκοσμου μιας οικογένειας. Που ακόμα κι αν οι γονείς τραβήξουν δρόμους χωριστούς, ποτέ δεν παύει να είναι ιερή η οικογένεια.
Πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της. Στάθηκε λίγα εκατοστά πιο μακριά, εκείνη ένιωσε την ανάσα του στο στόμα της. Δεν τη φίλησε, μόνο τη μύριζε. Μόνο τα μάτια του την άγγιξαν. Η Κατερίνα σκέφτηκε πως, αν χρειαζόταν να δώσει την τελευταία της πνοή για να τον φτάσει, να τον αγγίξει με τα χείλη της, θα το έκανε. Εκείνο το φιλί, όταν ήρθε, έκαψε τα σωθικά τους. Σταμάτησε κάθε κίνηση, κάθε σκέψη, κάθε χρόνο. Σαν στοπ καρέ σε κινηματογραφική ταινία.

Την οικογένεια δεν την κάνει η συγκατοίκηση, το να ζουν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Οικογένεια σημαίνει άνθρωποι που αγαπιούνται πραγματικά, που φροντίζουν ο ένας τον άλλον, που είναι δεμένοι για όλη τους τη ζωή και ξέρουν πως σε κάθε σημαντική στιγμή τους οι άνθρωποι αυτοί θα είναι δίπλα τους, και στα εύκολα και στα δύσκολα. Οικογένεια είσαι με κάποιον όταν τον νιώθεις έτσι, όταν δε νιώθεις ποτέ μόνος, όσο μακριά κι αν είσαι, γιατί ξέρεις πως υπάρχει αυτός ο άνθρωπος. Γι’ αυτό κι εμείς είμαστε οικογένεια και θα είμαστε για πάντα.

Όσο μακριά κι αν έχει φτάσει το μυαλό μας, ό,τι κι αν έχουμε καταφέρει εμείς οι άνθρωποι, ό,τι κι αν έχουμε εφεύρει, μόνο η πίστη μας στον Θεό μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε το θάνατο. Μόνο αυτό, τίποτε άλλο. Κοιτάξτε τους, κοιτάξτε τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Σκεφτείτε πόση χαρά δώσαμε όλοι μας σ’ αυτούς τους ανθρώπους, και τότε τίποτα δε θα σας φαίνετε μάταιο τόσοι και τόσοι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή χωρίς να ζήσουν ποτέ ουσιαστικά. Εμείς δεν ανήκουμε σ’ αυτούς, κι αυτός από μόνος του είναι σπουδαίος λόγος για να νιώθεις πως άγγιξες την ευτυχία.
Τα παιδιά νιώθουν την ευτυχία στην αγάπη των γονιών τους, στο χαμόγελό τους, στο χάδι τους. Βρίσκουν τη χαρά στην παρέα των φίλων τους, στα ατελείωτα παιχνίδια τους, σ’ ένα μεγάλο λαχταριστό παγωτό σοκολάτα. Γι’ αυτό γελούν συχνά και γελούν απ’ την καρδιά τους. Γιατί ξέρουν το αληθινό νόημα της ζωής, γνωρίζουν πως όλα τελικά είναι ένα αστείο. Ποιος μπορεί να τα κατηγορήσει γι’ αυτό;

Η αμφιβολία, είναι κάτι που πρέπει να εκφράζεις εκείνη τη στιγμή που τη νιώθεις. Αν δεν το κάνεις, μετά γίνεται βεβαιότητα και παγιώνεται στο μυαλό σου. Το ίδιο και η υποψία.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τελικά τόσο τυχεροί ώστε να συνειδητοποιούν πότε τους δίνεται η τελευταία ευκαιρία για να την αρπάξουν. Ίσως γιατί πάντα όλοι μας πιστεύουμε ότι θα έχουμε ακόμα μία.

Ξέρεις κάτι Διονύση; Δεν είμαι εγώ που σου στερώ αυτή την ευκαιρία που ζητάς, είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή μας δίνει τις ευκαιρίες κι εμείς τις αφήνουμε και περνούν ανεκμετάλλευτες, μέχρι τη μέρα που συνειδητοποιούμε πως η προηγούμενη ήταν κι η τελευταία. Είναι τραγική αυτή σ συνειδητοποίηση, νομίζω ό,τι πιο τρομερό μπορεί να σου συμβεί ... Και τώρα που το σκέφτομαι, δε θέλω με τίποτα να βρεθώ στη θέση σου, έκανα μεγάλο αγώνα για να φτάσω μέχρι εδώ.
... Για όλα αυτά τον αγαπούσε. Όχι επειδή ήταν όμορφος, επειδή της φερόταν τόσο τρυφερά, επειδή ήταν μοναδικός εραστής. Λάτρευε τις αδυναμίες του, γιατί κατά βάθος ήταν ένα πληγωμένο παιδί που χρειαζόταν μόνο αγάπη. Όχι τόσο την αγάπη που θα έπαιρνε, όσο την αγάπη που θα έδινε. Αυτό του είχε λείψει του Γιάννη. Να δώσει σε κάποιον την αγάπη που έκρυβε τόσα χρόνια φυλακισμένη μέσα στην ψυχή του.

Και τώρα ένιωθε επιτέλους ζωντανός, γιατί μπόρεσε ν’ αγαπήσει. Αγάπησε την Κατερίνα, αγάπησε το μοναχογιό του, μα πάνω από όλα αγάπησε τον εαυτό του. Και μαζί αγάπησε κι όλο τον κόσμο, τους φίλους του, τα παιδιά, ακόμα και τους ξένους, ακόμα κι αυτούς που δεν είχε γνωρίσει. Αγάπησε τη μητέρα του. Τη συγχώρεσε κι άφησε ελεύθερη την καταπιεσμένη αγάπη που ένιωθε γι’ αυτήν να ζεσταίνει την καρδιά του και να γλυκάνει τον πόνο του.

Αγαπητή Χαρά,
Έψαξα πολύ καλά μέσα μου για να βρω την αλήθεια. Και σου γράφω τώρα, που είμαι πια σίγουρη ότι αυτό που λέω είναι ακριβώς αυτά που νιώθω. Στάθηκα πολύ τυχερή γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να ανακαλύψω τον εαυτό μου και τα πραγματικά μου αισθήματα. Ο Γιάννης δεν είναι μια περιπέτεια για μένα, είναι το άλλο μου μισό. Είναι ο άνθρωπος για τον οποίο γεννήθηκα. Έτσι νιώθω. Πως ήρθα σ’ αυτόν τον κόσμο για να τον γνωρίσω και να τον αγαπήσω. Κάτι μου λέει πως κι εκείνος έτσι ακριβώς νιώθει για μένα. Με κάνει ευτυχισμένη και το μόνο που θέλω είναι να τον κάνω ευτυχισμένο. Θα μείνω μαζί του και θα τον αγαπώ και θα σέβομαι τις επιθυμίες του. Ποτέ δε θα μπω ανάμεσα σε εκείνον και στο παιδί του, όπως και ποτέ δε θα μπω ανάμεσα σ’ εκείνον και σε σένα, Χαρά. Ακριβώς γιατί αντιλαμβάνομαι πως έχετε κι εσείς τη δικής σας ιδιαίτερη προσωπική σχέση, τον δικό σας άρρηκτο δεσμό, απόδειξη του οποίου είναι ο Μάνος. Τον αγαπώ πραγματικά και μαζί αγαπώ ό,τι αγαπάει κι ό,τι τον κάνει να χαμογελά. Μη σκεφτείς λοιπόν πως τον στερώ από εσένα και το γιο σας, γιατί αν κι εσύ τον αγαπάς πραγματικά, τότε θα καταλάβεις πως αυτό που έχει πάνω από όλα σημασία είναι να είναι ευτυχισμένος. Με όποιον τρόπο επιλέξει.
Ελπίζω σύντομα να έχουμε την ευκαιρία να τα ξαναπούμε από κοντά. Να ξέρεις πως σε εκτιμώ βαθιά, όπως μια μάνα ξέρει να εκτιμά μια άλλη μάνα και να αναγνωρίζει το μεγαλείο που κρύβει αυτή η λέξη. Και να είσαι σίγουρη πως, αν γύριζα το χρόνο πίσω, πάλι θα έκανα το παν για να σας ξαναβρεί ο Γιάννης. Γιατί είστε η οικογένειά του κι αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ, όσα μέλη κι αν προστεθούν ακόμα σ’ αυτήν.
Με αγάπη, Κατερίνα
Ναταλία Ιωαννίδου 
- Μάιος, 2010

4 comments:

Μ said...

Εξαιρετικό το βιβλίο της Μαρίας - κι όχι επειδή μου έκανε την τιμή να συμπεριλάβει ένα δικό μου στίχο, αντικειμενική είμαι πάντα!
Καλό απόγευμα Φοίβο!

ΓΑΣΤΕΡΟΠΛΗΞ said...

Το Μαράκι μας έχει κατακτήσει όλους, μικρούς μεγάλους

Matriga said...

Η Μαρία είναι διαμάντι! Είμαι τυχερή που την γνώρισα. Έχει πολλά ακόμη να δώσει στη συγγραφή, αλλά εμένα με κέρδισε και σαν άνθρωπος!

Maria Tzirita said...

Σας ευχαριστώ όλους και πιο πολύ εσένα Ναταλάκι! Μόνο τον κόπο που έκανες να γράψεις όλα αυτά... με συγκινείς όπως πάντα! Ευχαριστώ και τον καλό μου Φοίβο για τη φιλοξενία, να είστε όλοι καλά! Την αγάπη μου στην Κύπρο!