Monday, June 29, 2009

Aυτές που έκλεψαν την παράσταση!

Γράφει η
Άννα Mαραγκού
Από Λευκωσία

Γύρισα στην Kύπρο μετά την επίσκεψή μου στο Nέο Mουσείο της Aκρόπολης, παραμιλώντας. Mου πήρε μέρες να επανέλθω στα δικά μας, στον Kίτα, στον ιό, στην Eισαγγελία, στα μικρά του μικρού μας τόπου. Oφείλω να ομολογήσω ότι όταν θέλουν οι Έλληνες δεν τους πιάνει κανείς. Όπως τότε στους Oλυμπιακούς, έτσι και τώρα, το νέο μουσείο είναι η απόδειξη ότι η σύγχρονη Eλλάδα και τολμά και μπορεί!

Tα εγκαίνια δεν περιείχαν τίποτα το περιττό. Oμιλίες μικρές και πράξεις γεμάτες νόημα και συναίσθημα. Kαμία τυμπανοκρουσία, τίποτα το αλλότριο, τίποτα το ξενόφερτο. Tο οπτικοακουστικό πρόγραμμα που προβαλλόταν ταυτόχρονα στη γύρω περιοχή σαγήνευε και ταξίδευε τους πάντες. H τέχνη στον κόσμο, τα μηνύματα της Aκρόπολης στην οικουμένη...

Oι όπου γης Έλληνες γνωρίζουν ότι αυτό το Mουσείο θα φέρει τα πάνω κάτω. H παγκόσμια κοινότητα –και οι Bρετανοί- είναι πια αντιμέτωποι με την αλήθεια και την απάτη. Tο Nέο Mουσείο της Aκρόπολης είναι η τελική πράξη νίκης σε μια ληστεία που έγινε πριν διακόσια τόσα χρόνια. Όπως έλεγε ο κόσμος μαγεμένος, τώρα τα μάρμαρα είναι σχεδόν δικά μας! H απόσταση που μας χωρίζει πια από την επανένωση είναι θέμα χρόνου. H ύπαρξη και η εμπειρία του νέου μουσείου κάνει το Bρετανικό Mουσείο να φαντάζει απηρχαιωμένο, στεγνό, κρύο...

Δεν μπορεί κανείς να περιγράψει με λόγια το νέο μουσείο, τη σχέση του με τη σύγχρονη Aθήνα, την ιστορία, τον Iερό Bράχο, τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Eίναι μια εμπειρία του νου και του σώματος ταυτόχρονα. Πρέπει να το ζήσεις, να το περπατήσεις, να βρεθείς αίφνης να αιωρείσαι ανάμεσα σε 200 κούρους και κόρες που σε καρφώνουν με το βλέμμα τους, που σε καθοδηγούν, που σε βοηθούν να ξεχάσεις τον σύγχρονο κόσμο και να αφεθείς στο ταξίδι που σου προσφέρει το μουσείο. Ένα ταξίδι που κινείται ανάμεσα στο γυαλί και το μάρμαρο, τον σύγχρονο κόσμο και την αιωνιότητα!

Tο μουσείο δεν είναι απλά ένα κτίριο, είναι μια δήλωση φιλοσοφίας! Tα αγάλματα φωτίζονται από τον γαλανό ουρανό της Aθήνας. Kανένας τεχνητός φωτισμός. Mε άλλο φως τα βλέπεις το πρωί με άλλο το σούρουπο. Άλλες οι σκιές του μεσημεριού και άλλες της δύσης. Aπό την πρώτη του αίθουσα, την αίθουσα του απλού κόσμου, των σπιτιών που βρέθηκαν στις πλευρές του Iερού Bράχου, που είναι ελαφρώς ανηφορική, με δύο «Nίκες» που σε παίρνουν από το χέρι και σε ανεβάζουν στην αρχαϊκή ακρόπολη.

Eκεί αφήνεσαι να περπατήσεις στην Aγορά, δεξιά και αριστερά σου αγάλματα επώνυμα, χωρίς προθήκες, σε άμεση σχέση με σένα. Σχεδόν τα αγγίζεις... ανεβαίνεις... ανεβαίνουν και οι παλμοί σου... η Aθηνά, η Ήρα, όλη η Aθήνα στον περιβάλλοντα χώρο, όλη η τέχνη, η λεπτομέρεια του πεντελικού μαρμάρου, το χρώμα, η κίνηση, η μαγεία του παρελθόντος. Για να φτάσεις εκεί όπου σε αναμένουν οι κόρες. Aυτές οι περίφημες, οι Kαρυάτιδες, που χρόνια τώρα παρακολουθούσαν σιωπηρά και εκ του μακρόθεν τα τεκταινόμενα του Mεγάλου Nαού. Eκεί, κρατώντας στο κεφάλι τους όλη την περηφάνια των Eλλήνων. Όταν τις δείτε θα συγκινηθείτε, δάκρυα θα έρθουν στα μάτια σας.

Γιατί η όψη που προσφέρεται ήταν μέχρι σήμερα άγνωστη. H κάθε μία έχει μια διαφορετική κόμμωση, τα μαλλιά τους είναι περίτεχνα πιασμένα πίσω με χάρη αλλά και με δύναμη γιατί αυτές συνεχίζουν να κρατούν στο κεφάλι τους εμάς όλους! Mαζί με τα μάρμαρα έφυγε τότε και μια από αυτές, σήμερα στην κρύα αίθουσα Duveen του Bρετανικού Mουσείου. O χώρος που της ανήκει σήμερα κενός... Eμείς συνεχίζουμε να ανηφορίζουμε για να φτάσουμε στο απόγειο του μουσείου.

Tον τρίτο όροφο που στεγάζει OΛA τα γλυπτά του Παρθενώνα. Tα δικά μας, και σε γύψινα εκμαγεία αυτά που κλάπηκαν και βρίσκονται σήμερα στο Bρετανικό Mουσείο. Kαι αυτά δοσμένα στο αττικό φως σε άμεση σχέση με τον Παρθενώνα, το μάτι ταξιδεύει και δε χορταίνει. Aπό τη μια η κίνηση του γλυπτού στο πεντελικό μάρμαρο και από την άλλη, η αιωνιότητα του Iερού Bράχου. Aνάμεσά τους η αδικία, η κλοπή και η αλαζονεία...Tα προφητικά λόγια του Σεφέρη: «Kύριε βοήθα να θυμόμαστε...την αρπαγή, το δόλο την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης· Kύριε βόηθα να τα ξεριζώσουμε...»
Εφημερίδα "Πολίτης" 28.6.2009

Sunday, June 28, 2009

Μεσημβρινές συνευρέσεις

Διήγημα της
Εύας Στάμου

Βρεθήκαμε κατά τις δύο σ’ένα καφενείο ανάμεσα στην Αμερικής και την Κολιάτσου, στην πλατεία Καραμανλάκη. Ήπιαμε δυο μπίρες και κάναμε μερικά τσιγάρα χωρίς να μιλάμε μεταξύ μας. Εγώ ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης κι ο Δημήτρης συζητούσε με τον σερβιτόρο που ήταν γνωστός του από παλιά. Γύρω στις τρεις κοίταξε το ρολόι του και μου είπε ότι ήταν ώρα να πηγαίνουμε. «Αυτή», είπε «είναι η πιο κατάλληλη στιγμή» γιατί μεσημεριάτικα η πελατεία θα ήταν σύμφωνα με την πείρα του περιορισμένη και δεν θα δημιουργούσαμε πρόβλημα στα κορίτσια.

Περπατήσαμε την μικρή απόσταση χωρίς να μιλάμε και χωρίς καμία σωματική επαφή. Δεν είχα δεύτερες σκέψεις γι αυτό που θα κάναμε, του είχα εμπιστοσύνη. Εκείνος ήταν οχτώ χρόνια μεγαλύτερός μου κι εγώ το είχα συνήθεια να βγαίνω με μεγαλύτερους άντρες και ν’ αφήνω σε κείνους την ευθύνη των αποφάσεων.

Μόλις φτάσαμε στην πολυκατοικία ο Δημήτρης έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, πριν χτυπήσει το κουδούνι τρεις φορές, συνθηματικά. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας ψηλός μελαχρινός άντρας, γύρω στα σαράντα, μισάνοιξε την εξώπορτα με κινήσεις βαριεστημένες και στάθηκε απέναντί του κοιτάζοντάς τον κατάματα. Φορούσε κόκκινο τσαλακωμένο μακώ, τζιν παντελόνι και σαγιονάρες. Μού κανε εντύπωση πόσο ανέκφραστο παρέμεινε το πρόσωπό του όση ώρα οι δύο άντρες διαπραγματεύονταν κι όση ώρα μας κοιτούσε απ’ την κορφή ως τα νύχια ερευνητικά.

Η προφορά του ήταν βαριά. Υπέθεσα ότι καταγόταν από κάποια επαρχία. Στο τέλος της σύντομης συνομιλίας χασμουρήθηκε ηχηρά κι άπλωσε το χέρι του με τρόπο τελεσίδικο. Τα νύχια του ήταν κιτρινισμένα απ’ τη νικοτίνη. Ο συνοδός μου του έδωσε τα λεφτά κι εκείνος άνοιξε κανονικά την πόρτα και μας άφησε να περάσουμε. Αφού μας χάζεψε λίγα λεπτά ακόμα μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε σ’ ένα απ’ τα διαμερίσματα του υπογείου. Από τη ανοιχτή πόρτα, ερχόταν μια δυσάρεστη μυρωδιά: μούχλα, τσιγαρίλα και φτηνό αποσμητικό χώρου. Καθίσαμε σ’ ένα σαλονάκι της κακιάς ώρας, σ’έναν φθαρμένο καναπέ με μεγάλα πράσινα μαξιλάρια που ήταν γεμάτα κίτρινες στάμπες από καφέ. «Καπνίστε αν θέλετε», μας είπε ο ψηλός χωρίς να στραφεί προς το μέρος μας και χάθηκε στο διάδρομο. Καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο κοιτάζοντας μπροστά μας τα ξέχειλα τασάκια που ήταν παρατημένα στο τραπέζι και τον γυμνό τοίχο.

Ο άντρας επέστρεψε με δύο μελαχρινές, βαμμένες έντονα. Η νεότερη, είχε σαρκώδη χείλη, μακριά μαλλιά και γεμάτο κορμί. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, όπως του άντρα. Φορούσε μια κόκκινη ρόμπα κι όταν με πλησίασε την άφησε επίτηδες ν’ ανοίξει για να δω το γυμνό της στήθος. Στην συνέχεια με χάιδεψε φευγαλέα στο πρόσωπο και χωρίς να καλύψει τη γύμνια της με ρώτησε πως με λένε. Έκανα να μιλήσω, μα κάτι μου έκοψε την ανάσα. Με κόπο πρόφερα τελικά τ’ όνομά μου προκαλώντας ένα κύμα γέλιου στην ομήγυρη. Η γυναίκα με ρώτησε την ηλικία μου και αυτή τη φορά της απάντησα αβίαστα: «Δεκαεννιά».

«Θα πάτε στο δωμάτιο της Καιτούλας», είπε ο άντρας δείχνοντας με το κεφάλι του την μεγαλύτερη γυναίκα που φορούσε φόρμα γυμναστικής. Το πρόσωπό της ήταν τόσο μακιγιαρισμένο που έμοιαζε με μάσκα μα όταν μου χαμογέλασε και με ρώτησε αν ήθελα κάτι να πιω το ύφος της γλύκανε. Έγνεψα καταφατικά κι εκείνη χάθηκε στην κουζίνα κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της. Όταν επέστρεψε κρατούσε έναν δίσκο από ροζ πλαστικό σε σχήμα καρδιάς που είχε πάνω δυο ποτήρια με ουίσκι. Ο ψηλός, όρθιος στο στενό χωλ, κούνησε το κεφάλι του με νόημα υποδεικνύοντας το διαθέσιμο δωμάτιο. Πρώτη φορά γνώριζα αληθινές πουτάνες.

Όταν ήμουν δεκαεφτά ετών είχα πάει ένα μεσημέρι μετά το σχολείο στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς μου, της Ράνιας, για φαγητό. Η Ράνια ήταν μια ψηλή, παχιά κοπέλα με βαμμένα ξανθά μαλλιά. Φορούσε κραγιόν και μάσκαρα από τα δεκατρία και τα περισσότερα κορίτσια απέφευγαν την συντροφιά της εκτός σχολείου. Τ’ αγόρια και οι νεαροί καθηγητές των μαθηματικών και της γυμναστικής ήταν όλο πειράγματα και γέλια μαζί της κι η Ράνια ανταποκρινόταν με νάζια και πονηρά βλέμματα. Κάποιος μου είχε πει ότι η μάνα της ήταν πόρνη πολυτελείας κι ότι διατηρούσε οίκο ανοχής στο Κολωνάκι με πελατεία τον καλύτερο κόσμο της Αθήνας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει όταν η Ράνια ήταν πιτσιρίκα.

Το μεσημέρι που πήγα στο σπίτι της, κάπου στο Κουκάκι, μας άνοιξε την πόρτα η υπηρέτρια, μια ηλικιωμένη γυναίκα με έκφραση ξινή και φωνή βραχνή απ’ το τσιγάρο. Μας πέρασε αμέσως στην κουζίνα κι έστρωσε ένα μικρό τραπεζάκι για φαγητό. Όση ώρα τρώγαμε και μιλάγαμε για το σχολείο η γριά έμεινε στην κουζίνα και μας παρατηρούσε καπνίζοντας. Το ύφος της παρέμεινε εχθρικό ως το τέλος του γεύματος. Στη συνέχεια κάτι ψιθύρισε στη Ράνια, εκείνη με τράβηξε απότομα απ’ το μανίκι και μου γνέψε να την ακολουθήσω στο σαλόνι. «Η μάνα μου», είπε η Ράνια, «μόλις ξύπνησε και θέλει να πιεί τον καφέ της στην κουζίνα. Πάμε μέσα εμείς».

Στρωθήκαμε με παγωτά στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση, σε μια κατάσταση νάρκης, χωρίς να μιλάμε. Κόντευα ν’ αποκοιμηθώ σε μια μεγάλη πολυθρόνα με μαλακά μαξιλάρια όταν η κυρία του σπιτιού μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν μετρίου ύψους με ξανθά οξυζεναρισμένα μαλλιά που άγγιζαν τη μέση της. Φορούσε ένα πορτοκαλί κιμονό με το άνοιγμα να φτάνει χαμηλά ως τον αφαλό. Τα νύχια της ήταν βαμμένα στο χρώμα του κιμονό. Το πρόσωπό της πρησμένο και χλωμό απ’ τις καταχρήσεις, γυάλιζε παράξενα. Τα μικρά της μάτια είχαν μια έκφραση που δεν είχα ποτέ συναντήσει σε γυναίκες του κύκλου μου.

Η συμμαθήτριά μου σηκώθηκε από το κάθισμά της κι οι δυο γυναίκες φιλήθηκαν σταυρωτά. Παρατήρησα ότι η Ράνια ήταν ψηλότερη και πιο γεμάτη από τη μάνα της κι ότι είχαν την ίδια έκφραση. Με σύστησε κι η μεγαλύτερη γυναίκα αντί να μου δώσει το χέρι της με κοίταξε πάνω κάτω με αδιακρισία και στο τέλος μου είπε βαριεστημένα πως χαιρόταν για τη γνωριμία. Η φωνή της ήταν βραχνή και άκαμπτη. Ένα πρωτόγνωρο ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Η γυναίκα με πλησίασε και στάθηκε απέναντί μου. Καθώς με κοίταζε ερευνητικά, η ματιά της στένεψε και σκοτείνιασε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν και δεν πρόλαβα ν’ αντιδράσω όταν άπλωσε το χέρι της και με άγγιξε. Έμεινα να κοιτάζω μια εκείνη, μια την συμμαθήτριά μου χωρίς να μιλώ. Η Ράνια γελάσε περιπαιχτικά με την αμηχανία μου καθώς η μάνα της χάιδευε το στήθος μου. Πισωπάτησα και κάτι έκανα να πω. Η γυναίκα κατέβασε το χέρι της και μου γύρισε απότομα την πλάτη.

Το βράδυ της ίδιας μέρας την ώρα του φαγητού μίλησα στους γονείς μου για την επίσκεψη, παραλείποντας ν’ αναφέρω το συμβάν που με είχε κάνει να νιώσω άβολα. Δεν έδειξαν ευχαριστημένοι που συνάντησα τη Ράνια εκτός σχολείου. Ο πατέρας μου, βλοσυρός, όση ώρα διήρκησε η περιγραφή μου έτρωγε χωρίς να μιλά και η μάνα μου μουρμούρησε μέσα απ’ τα δόντια της ότι από όσα αξιόλογα κορίτσια - ανέφερε μερικά ονόματα - είχαμε στην τάξη μου εγώ πήγα και κόλλησα με τη Ράνια. Το επόμενο πρωί με αποχαιρέτησε προειδοποιώντας με να μην ξαναβγώ μαζί της, αν δεν πάρω την άδειά τους. Αυτό συνέβη δύο χρόνια πριν την επίσκεψή μου στον οίκο ανοχής της πλατείας Καραμανλάκη.

Κρατώντας τον δίσκο ακολούθησα τον Δημήτρη στο δωμάτιο που μας υπέδειξε ο νταβατζής. Τα κορίτσια έμειναν στο σαλόνι. Τις άκουσα να ψιθυρίζουν κάτι η μία στην άλλη κι ήξερα ότι τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στις πλάτες μας. Το δωμάτιο μύριζε άσχημα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, το ίδιο και το κεντρικό φως. Μια παλιοκαιρισμένη λάμπα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, καλυμμένη μ’ ένα αραχνούφαντο μαντήλι φώτιζε το χώρο μ’ ένα πορτοκαλί, υποτονικό φως. Μερικά αρωματικά κεριά αφημένα στο περβάζι, ανέδιδαν ένα φτηνό πατσουλί που μας έκοψε την ανάσα. Ο Δημήτρης ξερόβηξε. Με τις άκρες των δαχτύλων μου άγγιξα το σεντόνι που κάλυπτε το στρώμα κι ένιωσα τη λίγδα να φωλιάζει μέσα μου βαθιά ως τη ραχοκοκαλιά. Άφησα το δίσκο, πήρα ένα από τα ποτήρια και τό φερα κατευθείαν στα χείλη μου. Για μία μόνο στιγμή μού ήρθε να ουρλιάξω. Ύστερα κατάφερα να ηρεμήσω, να κλείσω τα μάτια και να χαλαρώσω.

Ο Δημήτρης με πλησίασε από πίσω και τύλιξε τα χέρια του στη μέση μου. Έσκυψε και με φίλησε απαλά στο λαιμό. Η ανάσα του μύριζε ουίσκι και τσιγάρο και κρατήθηκα για να μην τον απωθήσω. Άρχισε να τρίβεται στο κορμί μου και να χαιδεύει το στήθος μου. Η γλώσσα του παίδεψε για λίγο το δέρμα στο λαιμό μου και ξαφνικά με δάγκωσε, σφίγγοντάς με ταυτόχρονα μ’ έναν τρόπο που έκανε αδύνατη κάθε δική μου αντίδρασή. «Σε πονάω;» «Όχι» είπα ψέματα κι έκανα να στραφώ προς το μέρος του αλλά εκείνος δεν χαλάρωσε τη λαβή του. Ακινητοποιώντας με το αριστερό του χέρι μου έβγαλε την μπλούζα με το δεξί και την πέταξε στο κρεβάτι. Χαϊδεύτηκε πάνω μου σιγοψιθυρίζοντας τ’ όνομά μου και με γρήγορες κινήσεις από χέρια που έτρεμαν, εκδηλώσεις μιας επιθυμίας που δύσκολα κατάφερνε να ελέγξει, μου ξεκούμπωσε τον στηθόδεσμο, μου έβγαλε την φούστα και την κιλότα και τ’ άφησε το ένα μετά το άλλο να πέσουν στο πάτωμα.

Το άγαρμπο άγγιγμά του άφηνε στην σάρκα μου κοκκινίλες κι αμυχές. Ένιωθα τον ερεθισμό του κι αισθάνθηκα το κορμί μου να ιδρώνει, μια έντονη δυσφορία να βαραίνει τα μέλη μου. Δεν αντέδρασα. Κράτησα τα μάτια και τα χείλη μου σφαλισμένα και περίμενα. Ο Δημήτρης με ανάγκασε να στραφώ απότομα προς το μέρος του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει χωρίς να κινείται. «Τι έχεις;» Τον κοίταζα στα μάτια χωρίς ν’ απαντώ παίζοντας με τις άκρες των μαλλιών μου. «Μετάνιωσες; Αν δε γουστάρεις θέλω να το πεις». Χωρίς ν’ αλλάξω έκφραση και να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια κλειστά τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος σαν ασπίδα. Το πρόσωπό μου μυστήριο αδιαπέραστο. Ήθελα να τον παιδέψω, να του δώσω να καταλάβει ότι η παρουσία μου εδώ αποτελούσε μια θυσία, μια πτώση σ’ έναν κόσμο που δεν ανήκα, που καταδέχτηκα για χάρη του -κι ας μην ήταν αυτό ολόκληρη η αλήθεια. Ο ερεθισμός του υποχώρησε απότομα. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και με κοίταξε αμυντικά, έτοιμος ν’ απολογηθεί. Έφερα το ποτήρι στα χείλη μου κι αποτελείωσα το περιεχόμενό του. Κατέβασα τα χέρια από το στήθος μου χωρίς να βιάζομαι και του χαμογέλασα. «Γουστάρω» του είπα.

Τον Δημήτρη τον είχα γνωρίσει ένα χρόνο πριν στο σπίτι μιας συμφοιτήτριας από τη Φιλοσοφική, της Μίνας, που έμενε στην Κυψέλη. Ιούνιος μήνας, ζέστη, ποτό, ναρκωτικά κάθε είδους. Είχα σνιφάρει μια γραμμή -την καλύτερη ποιότητα, ένα βαθύ καφέ χρώμα- και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που είχαν ανακατέψει το οινόπνευμα με την πρέζα και ξέρναγαν με την σειρά στην τουαλέτα, αισθανόμουν ήρεμη κι ευδιάθετη. Ο Δημήτρης μου άρεσε από την πρώτη στιγμή κι ήξερα ότι με είχε προσέξει. Ψηλός με σοκολατένιο δέρμα και πράσινα μάτια, ήταν τουρκικής καταγωγής, όπως και η σκόνη που είχε φέρει μαζί του.

Ποτέ δεν πλήρωνα για τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούσα. Είχα ότι μου έκανε κέφι χωρίς να μου ζητά κανείς το αντίτιμο. Είχα μάθει από μικρή ότι οι άλλοι μου χρωστούσαν όταν τους καταδεχόμουν. Δηλαδή όσοι δεν ήταν όπως εγώ, όσοι δεν ανήκαν στον κύκλο μου. Αυτό το έμαθα στο ιδιωτικό που μ’ έστειλαν οι γονείς μου. Τα πράγματα στη ζωή ήταν απλά Το τίμημα το πλήρωνε πάντα εκείνος που είχε τα λιγότερα, εκείνος που είχε κάτι ν’ αποδείξει. Όσο περισσότερα έχεις - σε χρήμα, γνώσεις, γνωριμίες, εμφάνιση - τόσο λιγότερα χρειάζεται να ξοδέψεις για τους άλλους.

Λίγες μέρες μετά την συγκέντρωση στης Μίνας, ξανάδα τον Δημήτρη σ’ ένα μπιλιαρδάδικο στα Κάτω Πατήσια. Συνόδευα μια φίλη μου που είχε ραντεβού μ’ έναν τύπο που της χρώσταγε λεφτά. Ο Δημήτρης έπαιζε μπιλιάρδο μέρα μεσημέρι, με τον Τζίμυ, έναν Αφροαμερικάνο που είχα γνωρίσει ένα βράδυ στο Ρόδον σε μια συναυλία των Weavers. Σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του από την πράσινη τσόχα και μας έγνεψε. Ο Τζίμυ τον μιμήθηκε κι ύστερα του είπε κάτι χαμηλόφωνα με την βαθιά, χαρακτηριστική φωνή του και γελάσανε.

Ο Τζίμυ ήταν ένας περίεργος τύπος που δεν έκανε εύκολα φίλους. Η καχυποψία του άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Δεν του άρεσε να απαντάει ερωτήσεις και να γίνεται αντικείμενο προσοχής, γεγονός καθόλου εύκολο για ένα ψηλό, μυώδη μαύρο με περίτεχνη κόμμωση που μίλαγε σπαστά ελληνικά. Είχαμε συμπαθήσει ο ένας τον άλλο από την πρώτη στιγμή. Στο Ρόδον περάσαμε ώρα να συζητάμε στη γλώσσα του πίνοντας μπίρες και στο τέλος της βραδιάς με κάλεσε στα παρασκήνια και μου σύστησε τα μέλη του γκρουπ. Όταν λίγη ώρα αργότερα ο κιθαρίστας, ένας άντρας μεγάλης ηλικίας κι όχι ιδιαίτερα ελκυστικός με πλησίασε και άρχισε να με πιέζει να φύγω μαζί του, ο Τζίμυ μπήκε στη μέση ψιθυρίζοντάς του κάτι που τον έκανε να υποχωρήσει ζητώντας μου συγνώμη. «Τι του είπες;», τον ρώτησα εντυπωσιασμένη. «Δεν χρειάζεται να τα ξέρεις όλα μικρή», απάντησε. «You don’t have to know everything».

Ο τύπος που περίμενε η φίλη μου, εκείνος που της χρώσταγε λεφτά, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Πήγαμε με τον Δημήτρη και τον Τζίμυ για καφέ στη Φωκίωνος και περάσαμε μια ώρα να μιλάμε για τα πιο ανούσια θέματα, ώσπου η Ελένη, ενοχλημένη από την αδιαφορία του Δημήτρη και την αγένεια του Τζίμυ, προσποιήθηκε πως είχε κάτι βιαστικό και έφυγε. Δεν πρόλαβε να στρίψει στη γωνία κι οι δύο άντρες την έβγαλαν αντιπαθητική, βαρετή, άτομο ανάξιο της φιλίας και της εμπιστοσύνης μου. Με ρώτησαν πόσο καιρό την ξέρω, πως τη γνώρισα, ποιον περίμενε στο μπιλιαρδάδικο. Τους απάντησα αόριστα σε όλα, ενοχλημένη από τον τόνο τους κι ετοιμάστηκα να φύγω με τη σειρά μου, όταν ο Τζίμυ σηκώθηκε και φιλώντας με πεταχτά στο μάγουλο, είπε ότι έχει κάποιο ραντεβού. Μείναμε οι δυο μας. Για λίγο δε μιλούσε κανείς. Στη συνέχεια ο Δημήτρης άλλαξε θέση κι από απέναντί μου, κάθισε δίπλα μου. «Πόσο καιρό τον ξέρεις τον πράκτορα;» με ρώτησε. Το ύφος μου πρέπει να ήταν τόσο αμήχανο που ξέσπασε σε γέλια κι έκανε ώρα να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.

Ο Δημήτρης με πλησίασε, κάνοντας προσπάθεια να χαμογελάσει. Ένιωθα την αγωνία του να πάνε όλα καλά να δυσκολεύει την αναπνοή του. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει. Στάθηκε από πάνω μου κι άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, τα χείλη, το λαιμό κι ύστερα άφησε το χάδι του ν’ απλωθεί στο στήθος και στο στομάχι μου. Τραβήχτηκα και ξάπλωσα στο βρόμικο σεντόνι με τα μάτια κλειστά.

Στο σπίτι είχαμε γυναίκα για τις δουλειές, ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα. Τα σεντόνια κι οι πετσέτες μας μύριζαν σαπούνι Μασσαλίας και λεβάντα. Η μητέρα μου σιχαινόταν την βρόμα κι ο πατέρας μου, γιος στρατιωτικού, την ακαταστασία. Στο σπίτι μας τα πάντα ήταν τακτοποιημένα και παστρικά: ασπρόρουχα, έπιπλα, αντικείμενα, επιθυμίες και αισθήματα.

Τραβάω τον Δημήτρη πάνω μου και τον αγκαλιάζω σφιχτά. Κρύβω το πρόσωπό μου στο στήθος του και ψιθυρίζω τ’ όνομά του. Τα μάτια του κλειστά, το σώμα του χορδή τεντωμένη, μοιάζει εκκρεμές που πάλλεται. Αναρωτιέμαι τι σκέφτεται. «Τι σκέφτεσαι;» ρωτάω. Κάνω να τραβηχτώ μα το βάρος του κορμιού του μ’ ακινητοποιεί. Η μυρωδιά του ιδρώτα του ξυπνάει μέσα μου μια πρωτόγνωρη αγωνία. Καθώς κλείνει το λαιμό μου στα δυο του χέρια και στηρίζει το βάρος του στο κέντρο του σώματός μου μ’ έναν τρόπο που τα κορμιά μας εφάπτονται, κάνω το μόνο που μπορώ: τον φιλάω. Στα μάτια, στα χείλη, στο λαιμό και πάλι απ’ την αρχή. Με κοιτάζει για μία μόνο στιγμή και τα πράσινα μάτια του γίνονται γκρίζα. Πλησιάζω τα χείλη μου στο αυτί του και ψιθυρίζω. «Σ’ αγαπώ».

Πίνουμε καφέ στη Φωκίωνος, τον πρώτο μας καφέ. Ο Δημήτρης παίρνει το χέρι μου ανάμεσα στα δικά του και αρχίζει: «Σε βλέπω εδώ και πολύ καιρό με τους φίλους σου στα μπαράκια πίσω από το Μουσείο, και στην πλατεία Εξαρχείων. Συνήθως κυκλοφορείς μ’ έναν ξανθό νεαρό με γυαλιά».

Ψελλίζω ότι είναι ξάδερφός μου, ο αγαπημένος μου ξάδερφος σπουδάζει στο Πολυτεχνείο, τον συναντάω στην πλατεία για καφέ μετά τη σχολή. Οι άλλοι είναι συμφοιτητές μου ή απλοί γνωστοί. Του μιλάω για τις συνήθειές μου, για τη ζωή μου, λες και του το οφείλω. Νιώθω τις αντιστάσεις μου να υποχωρούν η μία μετά την άλλη.

«Εσύ δε με έχεις προσέξει μα εγώ συνέχεια πάνω σου πέφτω, το ξέρεις; Χάρηκα που βρεθήκαμε στο σπίτι της Μίνας, σε παρακολουθώ εδώ και μήνες μικρή».
Γελάω αμήχανα χωρίς να μιλάω. Μια ανεξέλεγκτη ταραχή δυσκολεύει την αναπνοή μου και κάνει τα χέρια μου να ιδρώνουν. «Γιατί γυρίζεις μ’ αυτές τις παρέες; Δεν κολλάς με αυτούς, δεν το καταλαβαίνεις; Εσύ είσαι άλλο πράγμα. Τι δουλειά έχεις με αυτούς τους αλήτες; Εσύ είσαι ένα λουλούδι».

Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει τα μαλλιά μου. «Ξανθέ μου άγγελε», ψιθυρίζει. Κλείνω τα μάτια και γέρνω το κεφάλι μου στην καρέκλα. Μόλις που ανασαίνω.
«Μείνε μακριά τους, μακριά από τη Μίνα, την παρέα που συναντάς στην πλατεία, την Ελένη, τον Τζίμυ, όλους τους, κατάλαβες; Δεν είναι για σένα αυτά. Να τους κόψεις μαχαίρι κατάλαβες; Αλλιώς θα βρεθείς μπλεγμένη, να το ξέρεις».
Από ότι φαίνεται ο Δημήτρης έχει σχέδια για μένα. Μου ζητάει να ξαναβρεθούμε και δέχομαι αμέσως. Μου ζητάει να τον συναντάω στα βόρεια, κοντά στο σπίτι μου και να μην ξαναπατήσω στις γειτονιές που συχνάζω και προσποιούμαι ότι συμφωνώ. Από ότι καταλαβαίνω ο Δημήτρης έχει σχέδια για μας κι αυτό από τη μια με κολακεύει κι από την άλλη με γεμίζει θυμό. Τον αφήνω να μιλάει και να κρατάει το χέρι μου. Τον αφήνω να μ’ εμπιστευτεί.

«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Κλείνει το στόμα μου με το ένα του χέρι και με τ’ άλλο συνεχίζει να πιέζει το λαιμό μου. Το βλέμμα του αγριεύει, γίνεται απειλητικό. Μ’ έχει ακινητοποιήσει εντελώς όχι μόνο με τη δύναμη του κορμιού του αλλά και με την ένταση του βλέμματός του. Δεν κάνω προσπάθεια ν’ αντισταθώ. Σιγά σιγά χαλαρώνει τη λαβή του και το πρόσωπό του ηρεμεί. Αρχίζει ξανά να τρίβεται πάνω μου ρυθμικά με τα μάτια κλειστά. «Δημήτρη σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Ο ερεθισμός του υποχωρεί αμέσως. Με κοιτάζει αναποφάσιστος και δευτερόλεπτα μετά ξεσπάει.
«Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί;»
«Δημήτρη σ’ αγαπώ.»
«Πάψε, μην το κάνεις αυτό, δεν καταλαβαίνεις;»
«Όχι, δεν καταλαβαίνω.»
«Σκάσε είπα, δε θα το ξαναπώ.»
«Σ’ αγαπώ, εσύ δε μ’ αγαπάς;»
«Σκάσε, το κάνεις επίτηδες, σκάσε. Ήρθαμε ως εδώ και εκεί που όλα πάνε μια χαρά, αρχίζεις τα κόλπα. Τρελή!»
Βάζω τα κλάματα, νιώθω την αδικία να μου κόβει την ανάσα, να με παραλύει. Ουρλιάζω κι η φωνή μου βγαίνει αγνώριστη από τ’αναφηλιτά λες και δεν ανήκει σε μένα. «Εγώ είμαι τρελή ή εσύ που δεν μπορείς να κάνεις έρωτα σαν φυσιολογικός άνθρωπος, που δεν μπορείς... που δε θέλεις να πας μαζί μου επειδή…, επειδή δεν είμαι πόρνη. Που με σέρνεις στα μπουρδέλα, που προσπαθώ να…»
Σηκώνει το χέρι του και με χτυπάει στο πρόσωπο. Το δαχτυλίδι του μου σκίζει ελαφρά το επάνω χείλος. Με κοιτάει μ’ ένα πάθος πρωτόγνωρο, αληθινό μίσος. Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω μ’ αρπάζει από τα μαλλιά και με σέρνει απ’τη μιαν άκρη του στενού κρεβατιού στην άλλη και πάλι από την αρχή σαν να μην έχει αποφασίσει τι θέλει να κάνει μαζί μου.
«Εγώ είμαι τρελή, επιμένω, ή εσύ που πηγαίνεις μόνο με πουτάνες;»
Δείχνει απελπισμένος.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πουτάνα από σένα, κατάλαβες; Νομίζεις πως δεν ξέρω την αλήθεια, νομίζεις ότι η επιθυμία μ’ έχει τυφλώσει;»

Χωρίς να περιμένει απάντηση με χτυπάει ξανά, στο πρόσωπο, ύστερα στο στήθος, στην πλάτη καθώς διπλώνομαι στα δυο για να γλυτώσω την κρίση οργής που τον έχει κυριέψει. Τα χαρακτηριστικά του έχουν παραμορφωθεί από το θυμό κι από την ντροπή που δεν καταφέρνει να κάνει έρωτα μαζί μου όπως θα ήθελε. Από το διάδρομο ακούγονται δισταχτικά βήματα. Ο Δημήτρης μου κάνει νόημα να σταματήσω κι εγώ βυθίζω το κεφάλι μου στο βρόμικο στρώμα και πνίγω τα δάκρυά μου. Σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει στο μπάνιο. Ακούω τη βρύση που τρέχει και κάτι άλλο που μοιάζει με λυγμό. Σκουπίζω τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου και σηκώνομαι με αργές κινήσεις. Πλησιάζω τον μικροσκοπικό καθρέφτη που βρίσκεται στερεωμένος στην εταζέρα, δίπλα στο βάζο με τα λευκά πλαστικά τριαντάφυλλα. Η εικόνα μου με τρομάζει: ανακατεμένα μαλλιά, ματωμένα χείλη, μάτια πρησμένα, κοκκινίλες που θα γίνουν μώλωπες.

Ο Δημήτρης βγαίνει από το μπάνιο και με πλησιάζει δισταχτικά. «Πήγαινε να πλύνεις το πρόσωπό σου, να συνέλθεις. Το παράκανα. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και ξέσπασα έτσι. Συγνώμη, αλλά και συ δεν είσαι εντάξει. Δεν είσαι καθόλου εντάξει, δεν τα είχαμε συμφωνήσει; Δεν ξέρω τι φταίει που...».

Στέκομαι απέναντί του και τον κοιτάζω στα μάτια. Αυτή τη φορά μιλάω αργά, ήρεμα, χωρίς υστερίες. «Φταίει που είσαι ανίκανος», λέω, «φταίει που χρόνια τώρα πηδάς μόνο πόρνες.» Με κοιτάζει έντρομος. Τα μάτια του κοκκινίζουν και ολόκληρο το κορμί του αρχίζει να τρέμει. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι τον προκαλώ έτσι, δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν κάνω καμία κίνηση να προστατευτώ όταν με αρπάζει με δύναμη και με πετάει στο κρεβάτι. Πηδάει επάνω μου και ρίχνει το βάρος του στο κορμί μου, σφίγγοντας ακόμα μία φορά το λαιμό μου με τα δύο του χέρια. Όταν αποφασίζει να μιλήσει η φωνή του και το ύφος του είναι αγνώριστα. «Αν τολμήσεις να μιλήσεις για όλα αυτά θα σε σκοτώσω, τ’ ακούς πουτάνα; Αυτό είσαι, μια αληθινή πουτάνα. Όλα τα ξέρω, όλα! Πες μου πριν σου στρίψω το λαρύγγι, πες μου πού είναι το όπλο, τι το κάνατε; Μίλα, που κρύψατε το όπλο;»

Το δωμάτιο της νεότερης γυναίκας έχει μοβ τοίχους χωρίς κανένα στολίδι. Το κρεβάτι είναι διπλό με ροζ σκεπάσματα. Η εσοχή τού παραθύρου και το μικρό τραπέζι από φορμάικα που εφάπτεται στον τοίχο ακριβώς από κάτω, είναι γεμάτα με λούτρινα ζωάκια κάθε μορφής και σχήματος. Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, η συσκευή του τηλεφώνου, ένα τασάκι, δυο άδεια ποτήρια, ένα μπουκάλι Ballantine’s. Υπάρχουν κεριά, που αναδίδουν μια μυρωδιά καθαριότητας τοποθετημένα στην εταζέρα με τα καλλυντικά, μια μυρωδιά πράσινου μήλου και βανίλιας. Κάθομαι σ’ ένα χαμηλό σκαμνί απέναντί από την καρέκλα με την ψηλή πλάτη που είναι καθισμένη εκείνη. Αποφεύγουμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Μετά την αρχική επιθεώρηση του δωματίου κρατάω τα δικά μου κλειστά όσο εκείνη απλώνει το παχύρευστο μακιγιάζ στο πρόσωπό μου. Προσέχει να μη με πονέσει. Καλύπτει τους μώλωπες με μια λευκή κρέμα πηχτή σαν οδοντόκρεμα και στη συνέχεια με μια κοκκινωπή πούδρα που τοποθετεί στο δέρμα μου με πινέλο.

Λίγα λεπτά πριν ο Δημήτρης την είχε φωνάξει στο δωμάτιο. Η γυναίκα με είχε κοιτάξει έντονα κι ύστερα κάτι είχαν μουρμουρίσει μεταξύ τους, σαν να ήταν συνένοχοι από παλιά. Μάζεψα τα πράγματά μου και την ακολούθησα όπως μου ζήτησαν. Βγήκα στο δρόμο βαμμένη έντονα και με τα μακριά μου μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο. Προχώρησα ως την πλατεία Καραμανλάκη – οι καφετέριες ήταν τώρα γεμάτες από κόσμο που έπινε τον απογευματινό του καφέ - και κατευθύνθηκα στο περίπτερο. Στάθηκα μπροστά στο νεαρό περιπτερά με την αλογοουρά και χωρίς να μιλήσω παραμέρισα τις ξανθιές μπούκλες από το πρησμένο, σημαδεμένο πρόσωπό μου. Τον κοίταξα στα μάτια.

«Τα ξέρουν όλα, ακόμα και για το όπλο γνωρίζουν». Έπιασε ένα πακέτο Gauloises και το έτεινε προς το μέρος μου. Έβγαλα το πορτοφόλι από την τσάντα που κρεμόταν στον ώμο μου κι άρχισα να ψάχνω για ψιλά. «Ξέρουν για τη Μίνα» να ειδοποιήσεις τα παιδιά να το διαλύσουν. Δεν πρόκειται να ξανάρθω στη γειτονιά. Πες τους το όπλο να το ξεφορτωθούν.» Πήρε το χαρτονόμισμα που του έδωσα και μου γύρισε τα ρέστα. Μίλησε χωρίς να με κοιτάζει.
«Θα δω απόψε το Μανώλη. Θα του πω τι σου έκανε ο μπάτσος κι αποφασίζει εκείνος για τα υπόλοιπα. Μην κάνεις τηλεφωνήματα, μην επικοινωνήσεις με κανέναν.»

Τον ευχαρίστησα κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου τον ψηλό με το μουστάκι που τις τελευταίες βδομάδες είχε γίνει η σκιά μου.


Φιλοξενία του διηγήματος της Εύας Στάμου στο λογοτεχνικό περιοδικό (δε) κατα (Τεύχος 18ο με τίτλο αφιερώματος: Έρως).

Friday, June 26, 2009

God is Great

The economic crisis
By Serdar Atai

The economic crisis hit hard once again. Regardless of age, whoever you speak to from the business world, they testify that a recession like this one has never been experienced. In fact, the slow-down in north Cyprus economy emerged in fall 2007. But it took time for people to feel the overwhelming shockwaves.

Most of us were linking it to accumulated loss of sales resulting from intensive shopping from Greek Cypriot markets. Turkish Cypriots were taking advantage of Euro / Turkish Lira parity which stabilised at a very moderate level for the past couple of years.

Nowadays that Euro has climbed up to one of the historical highest values against Turkish Lira, Turkish Cypriots still keep on shopping from the south. Then everybody including the members of trade unions made up their minds to explore the real cause of this tendency.
In parallel to change in mindsets, Turkish Cypriot Chamber of Commerce produced a report screening the indiscrepancies between north & south economies.

Inside the report, the comparative advantages of the south versus north were outlined with reliable figures. Accordingly, RoC was imposing lower customs duties, tariffs, prepaid taxes, VAT and charging cheaper rates for electricity bills, road taxes and excise on petroleum products. However, the most important factor leading to unfair competition between two side economies was explicitly forgotten. It is the lethal interest rates escalated by banks, especially those applied to commercial loans.

For the time being, the banks in the south collect Euro deposits from account holders and annually pay 5%-6.75% interest over their savings. The collected deposits are passed on to the investors from various risk groups in return of 6.25%-9% interest allowances. Meaning that from the brokerage, the banks make 1.25% minimum and 4% maximum profit.

When we monitor the same transaction in the north, the banks collect Turkish Lira deposits from account holders and annually pay 10%-15% interest over their savings. The collected deposits are passed on to the investors from various risk groups in return of 30%-65% interest allowances. Take multinational giant HSBC as an example. Their interest rate for savings account holders is maximum 13% annually while they apply up to 65% interest rate to commercial loan customers. I wonder where else in the world HSBC can act like an usurer and make 500% profit for a similar deal?

Mr. Erdoğan is proud of the Turkish banks that they were not knocked out by global economic crisis where their rivals across the world are closing down. With afore mentioned awful profit rates, it will be a miracle if Turkish banks go into bankruptcy. As a matter of fact, something more detrimental occurs both in Turkey and in north Cyprus at the moment. The locomotive power of economies; small and medium size enterprises (SMEs) are quickly evaporating leaving behind thousands or millions of unemployed. The first reason is the astronomic interest rates for commercial loans that cannot be paid back by the investors. Who cares? Erdoğan’s stance is: “ SMEs who fail to run their businesses under unusual circumstances will drop out of economy ”.

The tragedy of Turkish Cypriots mainly started with the official circulation of Turkish Lira on the May 16 th 1983, just 6 months before the proclamation of “TRNC”. The motto of new enforcement was aired by former Finance Minister of Turkey, Ziya Müezzinoğlu as “Let’s Turkify the commercial life in north Cyprus”.

Hence forward, the economy in north totally lost independence and get interlocked with Turkey. Fluctuations in Turkish Lira against foreign currencies, high inflation and interest rates, devaluations, recessions and other distortions on economic indicators were felt much deeper. A storm in Turkish economy meant a hurricane and a tremor in Turkish financial markets a tsunami for us.

Turkish Lira also served as a powerful catalyst for creating an economically weakened and socio-culturally vulnerable community in full compliance with Turkey’s aspirations.
Without a peaceful settlement in Cyprus, it does not seem likely that we’ll be able to get rid of Turkish Lira and its pitfalls.

“The God’s blessing will guide us out of this bottleneck” says Mr. Erdoğan. Dogmatism runs short of critical and rational thinking and inappreciates the skill and calibre of human brain for crisis management. “Every single individual have their own role to play” said Bobby Sands in Northern Ireland 30 years ago.

All right, God is great but can be helpful if and only if his gifts to mankind are best valued.
The article was first published in English in Cyprus Mail newspaper.


Ο Θεός είναι μεγάλος, αλλά είναι αρκετά μεγάλος για να σώσει την οικονομία;

Του Σερντάρ Αταΐ

Η οικονομική κρίση έχει κτυπήσει δυνατά και πάλι. Με οποιονδήποτε συνομιλήσεις από τον επιχειρηματικό κόσμο, ανεξαρτήτως ηλικίας, όλοι θα επιβεβαιώσουν ότι δεν ξανα-βιώσαμε οικονομική ύφεση όπως τη σημερινή. Η επιβράδυνση της οικονομίας του βορρά στην Κύπρο εκδηλώθηκε το φθινόπωρο του 2007 αλλά χρειάστηκε να περάσει κάποιος χρόνος για να νιώσει τα ανυπόφορα κτυπήματα ο κόσμος.

Οι περισσότεροι από εμάς το συνέδεαν με τη συσσωρευμένη μείωση των πωλήσεων που ήταν αποτέλεσμα αυξημένων αγορών από την Ελληνοκυπριακή αγορά. Οι Τουρκοκύπριοι εκμεταλλεύονταν την αξία του Ευρώ έναντι της Τουρκικής λίρας που είχε σταθεροποιηθεί σε πολύ μέτρια επίπεδα τα τελευταία δύο χρόνια. Όμως και τώρα που το Ευρώ σκαρφάλωσε σε μια από τις ιστορικά ψηλότερες αξίες έναντι της Τουρκικής λίρας, οι Τουρκοκύπριοι συνεχίζουν να ψωνίζουν από το νότο. Τότε, όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των μελών των συντεχνιών, αποφάσισαν διερευνήσουν την πραγματική αιτία για την τάση αυτή.

Παράλληλα με την αλλαγή στις αντιλήψεις, το Τουρκοκυπριακό Εμπορικό Επιμελητήριο δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία παρουσιάζεται η διαφορά μεταξύ των οικονομιών του βορρά και του νότου.

Στην έκθεση, περιγράφονται με αξιόπιστους αριθμούς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του νότου έναντι του βορρά που δείχνουν πως η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας επιβάλλει σχετικά χαμηλότερους τελωνειακούς δασμούς, προπληρωμένους φόρους, ΦΠΑ και χρεώνει χαμηλότερες τιμές στους λογαριασμούς του ηλεκτρισμού, την άδεια κυκλοφορίας και το φόρο στα πετρελαιοειδή. Όμως, ο πιο σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στην ανομοιότητα των τιμών μεταξύ των οικονομιών των δύο πλευρών έχει σαφώς ξεχαστεί. Είναι τα υπέρμετρα επιτόκια που επιβάλλουν από τις τράπεζες, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στα εμπορικά δάνεια.
Αυτή τη στιγμή, οι τράπεζες στο νότο πληρώνουν στους κατόχους λογαριασμών καταθέσεων σε Ευρώ μεταξύ 4.5-6.25% τόκο πάνω στις αποταμιεύσεις τους. Τα αποταμιευόμενα ποσά παρέχονται σε δάνεια για επενδύσεις υψηλού ρίσκου με τόκο 5.75-8.5%. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες κερδίζουν μεταξύ 1.25-4% επί του κύκλου εργασιών.

Την ίδια ώρα παρακολουθούμε τις τράπεζες στο βορρά, να πληρώνουν τόκους σε αποταμιεύσεις με ετήσιο επιτόκιο προς 9.5-12.5%. Τα ποσά που αποταμιεύονται μεταφέρονται σε δάνεια προς επενδυτές υψηλού ρίσκου με τόκο 25-60%. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες κερδίζουν μεταξύ 15.5-50.5% επί του κύκλου εργασιών .

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πολυεθνικό γίγαντα HSBC. Το αποταμιευτικό επιτόκιο για κατόχους αποταμιευτικών λογαριασμών είναι το πολύ 10% ετησίως ενώ τα επιτόκια για πελάτες εμπορικών δάνειων ανέρχονται μέχρι και 60%. Άραγε που αλλού στον κόσμο μπορεί η HSBC να συμπεριφέρεται σαν τοκογλύφος και να έχει απόδοση έξι φορές μεγαλύτερο κέρδος από μια παρόμοια εμπορική πράξη;

Ο Πρωθυπουργός Ερντογάν είναι περήφανος διότι οι Τουρκικές τράπεζες δεν έχουν κτυπηθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση τη στιγμή που οι ανταγωνιστές τους ανά τον κόσμο κηρύττουν πτώχευση. Με τα προαναφερθέντα τρομακτικά περιθώρια κέρδους, θα ήταν θαύμα αν οι Τουρκικές τράπεζες ποτέ χρεοκοπήσουν. Στην πραγματικότητα, στην Τουρκία όσο και στη βόρεια Κύπρο συμβαίνει κάτι περισσότερο καταστρεπτικό. Η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, οι επιχειρήσεις μικρού και μέτριου μεγέθους (ΜΜΕ), εξαφανίζονται γρήγορα, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια και χιλιάδες ή εκατομμύρια άνεργους. Ο πρώτος λόγος είναι τα αστρονομικά επιτόκια για εμπορικά δάνεια που δεν μπορούν να πληρωθούν από τους επενδυτές. Ποιος νοιάζεται;

Η άποψη του Ερντογάν είναι «Οι ΜΜΕ επιχειρηματίες που δεν καταφέρνουν να διοικούν τις επιχειρήσεις τους σε ασυνήθιστες συνθήκες θα πρέπει να αποβληθούν από την οικονομία». Η τραγωδία των Τουρκοκυπρίων άρχισε κυρίως με την επίσημη κυκλοφορία της Τουρκικής λίρας στις 16 Μαΐου 1983, έξι μόλις μήνες πριν την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ». Το σύνθημα της νέας εποχής ανακοινώθηκε από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών της Τουρκίας Ζιγιά Μουεζίνογλου που δήλωσε: «Ας Τουρκοποιήσουμε την εμπορική ζωή στη βόρεια Κύπρο».

Από τότε, η οικονομία στο βορρά έχασε την ανεξαρτησία της και αλληλοσυνδέθηκε με αυτή της Τουρκίας. Οι διακυμάνσεις της Τουρκικής λίρας έναντι των ξένων νομισμάτων, ο ψηλός πληθωρισμός και τα επιτόκια, οι υποτιμήσεις, οι οικονομικές υφέσεις, άλλες παραποιήσεις των οικονομικών δεικτών έχουν γίνει κοινοτοπία – όμως βιώνονται πιο εκτεταμένα και πιο βαθιά στο βορρά. Μια καταιγίδα στην Τουρκική οικονομία σημαίνει ένα τυφώνα και μια δόνηση στην Τουρκική αγορά – και ένα τσουνάμι για μας.

Η Τουρκική λίρα λειτούργησε σαν ένας δραστικός καταλύτης για τη δημιουργία μιας οικονομικά αδύνατης και κοινωνικο-πολιτιστικά ευπαθούς κοινότητας σε πλήρη συμμόρφωση με τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Χωρίς ένα ειρηνικό διακανονισμό στην Κύπρο, δεν φαίνεται πιθανόν ότι οι Τουρκοκύπριοι θα μπορέσουν να απαλλαχτούν από την Τουρκική λίρα και τους κινδύνους της.

«Η ευλογία του Θεού θα μας οδηγήσει έξω από αυτή τη συμφόρηση», λέει ο κύριος Ερντογάν. Ο δογματισμός εξαντλεί τελείως την κριτική και ορθολογιστική σκέψη και αναιρεί την ικανότητα και εξυπνάδα του ανθρώπινου μυαλού για την διαχείριση της κρίσης. Η διαχείριση της κρίσης ανάγεται αναμφίβολα στο επιστημονικό πεδίο. «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια με το σύμπαν» και «Η επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι αδύνατη, η θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή» είπε ο Άινσταϊν.

Θυμάστε το τραγούδι της Τζόαν Όσμπορν «Τι κι αν ο Θεός ήταν ένας από μας;» Ναι, ναι, ο Θεός είναι μεγάλος, αλλά μπορεί να βοηθήσει αν – και μόνο αν – οι ανταποδόσεις του στις προσευχές αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά στην εφημερίδα Cyprus Mail.

Wednesday, June 24, 2009

Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάφου

«Κατά μήνα Μάϊον του έτους 1946 εγένοντο μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Πάφου (Κύπρου). Το Ακαδημαϊκό αυτό ίδρυμα οφείλει την ύπαρξιν του εις τας προσπαθείας του φιλοπάτριδος Δημάρχου κ. Γαλατοπούλου και του Ελληνικού Δημοτικού Συμβουλίου. Εάν δε λάβη τις υπ’ όψιν ότι η ανέγερσις του ήτις ήρχισε κατά το έτος 1944 εις εποχήν πολεμική, καθ’ ήν τα πάντα ήσαν εις τιμάς απροσίτους και ένθα υφίσταντο μεγάλαι και ποικίλαι δυσκολίαι, δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η μεγαλοπρέπεια του έργου τούτου πρέπει ιδιαιτέρως να εκτιμηθή.
Δια την ανέγερσιν του περικαλλούς τούτου κτιρίου εδαπανήθησαν περί τας Λ. 3.000 (Λίρες). Το ποσόν αυτό κατεβλήθη από το Δημοτικόν Ταμείον. Τα πραγματοποιηθέντα έξοδα έναντι του μεγάλου σκοπού και αγλαού προορισμού είναι ελάχιστα, διότι η αποστολή της παρούσης Δημοτικής βιβλιοθήκης θα είναι δια την Πάφον και δ’ αυτήν ακόμη την Κύπρο θησαυρός ανεκτίμητος.

Το υπέροχον από πάσης απόψεως έργον αυτό πρόκειται να προσφέρη τας πνευματικάς του υπηρεσίας εις τας επερχομένας γενεάς και θα συμβάλη πάντοτε με τον ιδικόν τρόπον και με τας ιδικάς του δυνάμεις εις τον εκπολιτιστικόν του προορισμόν, εις τους Τομείς της εθνικής πνευματικής, εκπαιδευτικής, οικονομικής, εμπορικής και παντοίας άλλης προόδου του τόπου.

Το καλλιμάρμαρον αυτό Δημοτικόν μέγαρον θα επιδαψιλεύση και θα σκορπά την πενυματικήν του χάριν εις γενεάς γενεών. Η τοποθεσία εις ήν ανεγέρθη η δημοτική Βιβλιοθήκη θεωρείται η καταλληλοτέρα, διότι αύτη ευρίσκεται εις την είσοδον της πόλεως, ώστε να γίνεται αμέσως αντιληπτή εις πάντα επισκεπτόμενον την Πάφον.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη εκτίσθη με βάσιν τον Ελληνικόν ρυθμόν και με όλην την αρχαϊκήν μεγαλοπρέπειαν οφειλομενα εις τον Δημοτικόν Μηχανικόν κ. Ανδρέαν Χριστοδουλίδην.
Εις την Δημοτική Βιβλιοθήκην υπάρχουν σήμερον περί τους 2000 τόμοι. Καθημερινώς όμως πλουτίζεται από διαφόρους προσφοράς ομογενών. Διά του παρόντος σημειώματος οίδομεν εις το αναγνωστικόν μας κοινόν μίαν μόνον σκιαγραφίαςν του εκπολιτιστικού τούτου έργου, το οποίον οφείλεται εις τον Δήμαρχον και Ελληνικόν Δημοτικόν Συμβούλιον της Πάφου, επιφυλασσόμενοι εν καιρώ ν’ ασχοληθώμεν ιδιαιτέρως.

Σημ. Νέας Πολιτικής Επιθεώρησης: Το άνω είναι αναδημοσίευσις από το τελευταίον τεύχος της «Πολιτικής και Οικονομικής Επιθεωρήσεως – Μακεδονίας και Θράκης». (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1948). Νέα Πολιτική Επιθεώρηση, Σάββατον 27.3.1948

Αξιότιμοι Συμπολίται μου,
Με εξαιρετικήν ευχαρίστησιν επιλαμβάνομαι αυτής της ευκαιρίας για να απευθυνθώ προς εσάς κατά τα εγκαίνια του Ιερού τούτου Τεμένους το οποίον χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν θα εξυπηρετήση τα ύψιστα συμφέροντα του τόπου μας. Η παρατηρουμένη από ημέρας εις ημέραν πρόοδος της αγαπημένης μας Πάφου, η οποία απετέλεσε θέμα, Ομορφιάς εις την Ιστορία και η οποία θεωρείται ως η γενέτειρα της Θεάς του Κάλλους, μας κάνει να αισθανόμαστε πραγματική υπερηφάνειαν.

Σήμερα αυτή η Βιβλιοθήκη η οποία προσετέθη σαν ένα στέμμα μέσα στις υπάρχουσες ήδη ομορφιές της Πόλης μας, ίσταται ασφαλώς υπεράνω όλων.
Διότι: Είναι αυτό το Ιερό Μέγαρο το οποίον πρόκειται να μαζέψη μέσα του αρκετούς θησαυρούς οι οποίοι θα δώσουν τροφήν εις τον Νουν μας, και είναι αυτό που μέσα στην πολύτιμον αγκάλην του θα θερμαίνει την Τουρικικήν και την Ελληνικήν Νεότητα.

Αγαπητοί Συμπολίται,
Ανάμεσα στα κοινωνικά έργα τα οποία εδημιούργησαν οι πεπολιτισμένοι Λαοί, οι Βιβλιοθήκες κατέχουν την υψίστην θέσιν. Οι σπουδαιότερες εξ αυτών υπήρξαν: Η περίφημος Αλεξανδριανή Βιβλιοθήκη η οποία ανηγέρθη επί της Βασιλείας των Πτολεμαίων, η Βιβλιοθήκη της Βαγδάτης η οποία εκτίσθη επί της Βασιλείας των Ανδαλουσίων, και οι Βιβλιοθήκες της Κουρτού τα και Ισπιλίγε οι οποίες ανηγέρθησαν υπό Μωαμεθανών Αράβων και οι οποίες επί αιώνας έδωσαν το φως και έσπειραν την σοφίαν.

Σήμερα σχεδόν και εις την μικροτέραν πόλιν των πολιτισμένων χωρών έχουν ανεγερθή παρόμοια χρήσιμα ιδρύματα. Η Πάφος με την ανέγερσιν του ωραίου και χρησιμοτάτου αυτού έργου, απέδειξεν χαρακτηριστικά ότι είναι η Πρωτοπόρος της Κύπρου εις τον τομέα αυτόν.
Συμπολίται,
Αυτός ο τόπος δεν είναι ούτε ιδικός μου, ούτε ιδικός σας, ανήκει εις όλους μας. Ο άριστος Πολίτης, για την πατρίδα είναι ο εκλεκτός εκείνος ο οποίος προσφέρει την καλυτέραν υπηρεσίαν εις τον τόπον του. Θα επεθύμουν να σας υπενθυμήσω το γεγονός ότι εις έργα κοινωφελή δεν επιτρέπεται να υπάρχει διάσπασις. Η συνεργασία πρέπει να εκδηλώνεται πάντοτε.

Σήμερον, οι εδώ εκδηλώσεις αποτελούν τρανήν απόδειξην του γεγονότος. Ελπίζω ότι η Τουρκική και η Ελληνική Νεολαία θα προσδώσουν την ανάλογον εκτίμησιν στο ιερόν αυτό ίδρυμα το οποίον τους παραχωρείται σήμερον, και θα μαζευθούν κάτω από την ωραίαν και καθαράν στέγην του για να θρέψουν το πνεύμα των με τα πολύτιμα έργα του.

Το μόνον πράγμα το οποίον ζητώ από τους Νέους οι οποίοι προχωρούν εις τον δρόμον της πνευματικής εξυψώσεςως, είναι να κρατηθούν μακράν από ιδεολογίες ξένες και επιβλαβείς, και να γίνουν χρήσιμα Κοινωνικά Στελέχη. Προσφέρω τας ευχαριστίας μου και την ευγνωμοσύνην μου σε κείνους που συνέτειναν εις την ανέγερσιν του ιδρύματος τούτου και αναφωνώ ζήτω ο Παφιακός Λαός ο οποίος πρόσφερε τα μέσα για την ανέγερσιν του.
ΖΗΤΩ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
Ζιχνή Εφφ
Διευθυντής Τουρκικού Λυκείου
25.5.1946 «Νέα Πολιτική Επιθεώρησις»

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάφου ήταν δικοινοτική και η ομιλία του Διευθυντή του Τουρκικού Λυκείου, Ζιχνή Εφφ κατά τα εγκαίνια του κτιρίου το 1946 έχει πολύ ενδιαφέρον. Ίσως να μπορούσε να λεχθεί, χωρίς υπερβολή, ότι ήταν 'προφητική' για το τι επικολούθησε αργότερα μεταξύ των δύο κοινοτήτων...

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάφου που βρίσκεται στην είσοδο της πόλης εξακολουθεί να εκπέμπει το φωτοβόλο φως της μάθησης και της γνώσης.

Βιβλιοθηκάριος είναι ο Αρτέμης Αντωνίου. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία στην Αθήνα, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα ιστορίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ψυχή και καρδία της Βιβλιοθήκης ο Αρτέμης Αντωνίου, ένας πνευματικός άνθρωπος με καλλιέργεια και παιδεία. Λατρεύει αυτό που κάνει και το θεωρεί προσφορά στα γράμματα.

Ο Αρτέμης είναι ένα πολύπλευρο ταλέντο. Ασχολείται με την αγιογραφία και τη Γλυπτική. Δημιούργησε το εργαστήρι «Αρμός» στην κοινότητα Άρμου και σ’ αυτό εκθέτει μόνιμα τα έργα του. Πέραν αυτού είναι πετυχημένος ποιητής και συγγραφέας.

Η φιλία με τον Αρτέμη Αντωνίου αποτελεί εξαιρετική τιμή για μένα. Θαυμάζω πραγματικά τον Αρτέμη για τη βαθιά του γνώση και την πηγαία καλλιέργεια που τον διακρίνει. Η μετριοπάθεια και το μέτρο που χαρακτηρίζουν τον λόγο του και την κριτική του σκέψη με συναρπάζουν.

Απέναντι από το κτίριο της Βιβλιοθήκης βρίσκεται το ωραιότατο κτίριο του Δήμου.

Το πανέμορφο Δημοτικό Μέγαρο της Πάφου κτίστηκε το 1953 με δωρεές πολλών ευεργετών.

Δημοτική Βιβλιοθήκη. Ένα από τα πολλά αρχιτεκτονικά κοσμήματα της Πάφου.
Φοίβος Νικολαΐδης

Tuesday, June 23, 2009

United Nations Peacekeeping Force in Cyprus Summer Medal Parade

In the service of peace

The Chief of Mission Mr. Taye-Brook Zerihoun and the Force Commander, Rear Admiral Mario Sanchez D. welcomes you to the United Nations Peacekeeping Force in Cyprus Summer Medal Parade, held at the United Nations Protected Area, Nicosia. Nicosia International Airport

The Force Commander, Rear Admiral Mario Sanchez D.

Address of the Special Representative of the Secretary-General and Chief of Mission- Mr. Tayé-Brook Zerihoun at the UNFICYP Medal Parade.
Invited guests, peacekeepers, colleagues and friends:
Welcome to the UNFICYP integrated medal parade. It is always a great pleasure and privilege to be in the presence of men and women in uniform serving in UNFICYP as they receive the recognition earned in the form of the United Nations Peacekeeping Medal. You, today’s honorees, carry forward the proud legacy of peacekeepers from around the world who have helped to maintain peace and stability on this island for 45 years under the United Nations flag.

The relative peace and stability you help bring about makes it possible for the parties to try to reach a negotiated settlement that would end the division of Cyprus. That is the ultimate objective of the United Nations presence in Cyprus, and helping Cypriots achieve it occupies much of our time and effort. Often overlooked are the many other daily tasks of our peacekeepers, from contributing to efforts to rid Cyprus of landmines, to assisting people from all communities with day-to-day challenges arising from the division of the island. This can include delivering textbooks, facilitating medical evacuations and smoothing the way for commemorative, religious or socio-cultural gatherings.

This work is frequently unheralded but no less essential in bringing closer the day when all Cypriots share their island under peaceful and stable conditions. Of course, the question on most people’s minds remains: When will that day come? The implied impatience in the question is understandable. The United Nations has been on the island for four decades, and has through the years been a witness to and part of many unsuccessful attempts to help resolve the Cyprus problem. One of the most important things we have learned happens to be also the most obvious: The solution has to, and will, come from Cypriots themselves. Clichéd as this may now sound – a solution for Cypriots, by Cypriots – it is nonetheless the one we will continue to adhere to in facilitating the ongoing peace process. The Secretary-General has reiterated that the support of the United Nations for the process is unwavering and that the Organization will give the parties as much or as little assistance as they jointly request. It will not seek to impose a solution in Cyprus because that will not be possible and also because it will be a recipe for failure.

Obviously, owning the process carries with it an onerous responsibility, and one which the Cypriot leaders have courageously assumed to lead and negotiate in this process. Their leadership embodies a desire on the part of the communities on the island to do their utmost to find a compromise that will bring Cypriots together. And compromise remains key to success in this as in all other negotiations. No one side can get everything it wants, nor should it.

Successful negotiation requires not only the ability but also the desire to understand the concerns of the other side, its fears and its hopes as well as creating the best possible situation for everyone. All sides will have to accept circumstances or conditions that may be painful, in the beginning. And that is where wisdom and leadership come in. I believe the Cyprus leaders are persevering in this often difficult process because they understand the tremendous benefits in store for the country and the region if their efforts succeed. Of course, we are not there yet. The leaders will need to continue to demonstrate the vision and admirable energy and flexibility that has brought them this far. There will surely be more difficult challenges ahead. Some of these challenges will probably be portrayed as crises.

What is important is for the problems to be overcome with an eye to the future and in a manner that will elicit compromise from all sides, and in which everyone wins. However daunting the challenge, Cypriots can continue to count on the strong support of the international community in their determination and effort to reach a negotiated political solution to the division of their island.

Cypriots will continue to see a concrete manifestation of international support in the work that our peacekeepers who strive to ensure that stability and calm remain the norm in the buffer zone and that day-to-day life for all Cypriots is as normal as possible. I pay tribute to you, our peacekeepers, as you carry on the tradition of impartiality, tolerance, patience and professionalism that characterized also the service many of your predecessors have rendered here in Cyprus during the last four decades.It is a pleasure for me to award you the United Nations Peacekeeping Medal in the name of Secretary-General Ban Ki-moon. I congratulate you, and thank you for a job well done.

Since the establishment in 1964, the mandate of the United Nations Peacekeeping Force in Cyprus (UNFICYP) has been: “In the interest of preserving international peace and security, to use its best efforts to prevent a recurrence of fighting and , as necessary, to contribute to the maintenance and restoration of law and order and a return to normal conditions”.

The Force initially consisted of military contingents from Austria, Canada, Denmark, Finland, Ireland, Sweden and the United Kingdom, totaling approximately 6000 personnel. Since, then, here have been changes to the Troop Contributing Countries and reductions in the Force have brought the current number of Military Peacekeepers in Cyprus to 857.

In addition to the nationalities within the three main contingents, there are also military representatives from Austria, Brazil, Canada, Chile, Croatia, Hungary, Peru and Paraguay.

The United Nations Force in Cyprus Medal was introduced in 1964 for a minimum of 90 days duty in Cyprus. In the interest of regional peace and security, the United Nation’s Cyprus Mission was established in March 1964 to prevent the recurrence of fighting between the Greek and Turkish Cypriots and, as necessary, to help in maintaining law and order. Since 1974, the mandate has also included supervising the ceasefire and maintaining a buffer zone between the lines of Cyprus National Guard and of the Turkish and Turkish Cypriot forces.

The bronze medal has a wreathed globe emblem with the letters of UN mounted above it. On the reverse is the inscription “In the Service of Peace”.

The medal ribbon has three equal bars, one of white in the centre and two of United Nations blue at either end; the bars are separated by two narrow bands of dark blue symbolizing the Mediterranean Sea.

The medal has been awarded for various supervisory of observation roles with the United Nations Force in Cyprus since March 1964 onwards.

For subsequent tours over the initial qualifying 90 days, a silver numeral is affixed to the ribbon.
To date 173773 Medals have been awarded since the start of the mission.




The following countries have provided troops to this Mission: Austria, Argentina, Brazil, Canada, Denmark, Finland, Hungary, India, Ireland, the Kingdom of Netherlands, Slovenia, Sweden, the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland and the following countries provide civilian policemen: Australia, Austria, Denmark, New Zealand and Sweden.
http://www.un.org/Depts/dpko/medals/unficyp.htm

The Argentinean Contingent. The presence of the Argentine Contingent in Cyprus began in 1993 when, after a resolution submitted by the United Nations Security Council, it was decided that UNFICYP would be restructured into 3 Battalions of 350 men each, in order to fulfill its mission on the island.
The British Contingent. The British Contingent has provided a significant contribution to the United Nations Peacekeeping Force in Cyprus since 1964.

The Slovak/Hungarian Contingent. The Slovak/Hungarian Contingent has been in the service of the United Nations Peacekeeping Force in Cyprus since 2001.

The Ambassador to Cyprus her Excellency Mrs. Anna Turenicova.

Address by the Force Commander UNFICYP

Chief of Mission and Special Representative of the Secretary General, your Excellencies, distinguished guests, contingent and unit commanders, members of the contingents represented here this evening, ladies and gentlemen. It is my great honour, as commander of the military component of UNFICYP to bring this medal parade to a close. Thank you for finding the time in your busy schedules to be present here today and share with our soldiers their special day, the day when the United Nations recognizes their individual and collective contribution to peace on this island.

This evening event has been superbly staged to the great credit of all those involved in the transformation of this runway on old Nicosia international airport. I would like to thank in particular the Mobile Force Reserve and HQ staff who organised the event. I am sure that all the peacekeepers on parade this evening will never forget the honour of receiving their UN medal here. As I stand here, I can reflect on my first year here in UNFICYP. We have been extremely busy and political events and many other developments have marked a new era for Cyprus and our Mission.


We have been pleased to support the opening of the crossing point along Ledra street and continue to monitor the buffer zone closely in that area. Additionally, since September 2008, we have been able to support the substantive talks between the two leaders with diligent military operations to provide the necessary security cover. Meanwhile, operations in the buffer zone have continued at a high tempo, with minor tactical occurrences that require our close attention to avoid the escalation to the political level that could have a direct impact on the peace process aimed at finding a lasting solution. Looking ahead, I believe that it will be a very interesting and challenging time for the mission and we must be even more diligent in our efforts to enable a just and lasting political solution to be found.

These will be testing times and we, as the military component, must not be found wanting.
But, as I always say, the military component is not alone in this mission. We are part of this team called UNFICYP. As head of the military component, I would like to thank the Chief of Mission, the civilian element and the UN police of UNFICYP for the support and assistance that they continue to offer us. And to Mr. Alexander Downer, the Special Adviser of the Secretary-General and all his staff in the Good Offices for their continued efforts in facilitating a solution to the Cyprus problem.


We have a lot of work to do and I know that with our commitment professionalism and encourage, hopefully, the vision of a reunited Cyprus could soon become reality. Now, most importantly, I would like to thank you the peacekeepers on parade this evening. Without your continued efforts in ensuring a peaceful and trouble free buffer zone, none of this progress would have been possible. A peacekeeping tour such as this means many months away from home, families and loved ones. It means enduring the heat of summer, endless miles and long hours by day and night of patrolling and in observation posts, and constant days of unseen hard work by engineers, maintainers, chefs, clerks and logistics.

Thank you for your hard work and determination during this busy period. Your vigilance continues to ensure that the mandate of the United Nations here in Cyprus is being effectively implemented and that the political negotiations to a lasting solution to the Cyprus problem are fully supported. You have set the highest standards, and have delivered excellent results. Without exception you have acted with courage with skill but also with great compassion. This is testimony to your personal resolve and the training your have received both, prior to your deployment, and since your arrival here.
Let me also pay tribute to the men and women who laid down their lives in this land, far from their own, in the service of peace. They are all in our daily prays. The ceremony this evening is not a mere routine event but serves to recognise your hard work and commitment. The medal that you proudly wear on your uniform is thoroughly deserved. I congratulate each and every one of you for your turnout this evening but also for a job well done throughout your tour of duty with UNFICYP.

I am very proud of you and of been your commander.To conclude, some of you may already know that in the navies all around the world we have, according to the naval international code, a signal which means “WELL DONE” and that is used when a Unit has completed in an outstanding way a mission, task or exercise; This signal is sent by flag hoist or radio communication. This signal also has happened to be part of the navies spoken and written vocabulary. So, let me, in virtue to the excellent work carried out by all of you in Cyprus, to salute you with this naval signal:
“BRAVO ZULU”: WELL DONE
Hvala
Yiaqien
Cósonom
Thank you
Muchas gracias

Τελετή απονομής μεταλλίων σε μέλη της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ), που πραγματοποιήθηκε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας το οποίο δεν χρησιμοποιείται από το 1974.

Ο Ειδικός Αντιπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο, Ταγιέ-Μπρουκ Ζεριχούν μαζί με τον Αρχηγό της Ειρηνευτικής Δύναμης στην Κύπρο Υποναύαρχο Μάριο Σάντζες από το Περού.

Η Πρέσβειρα της Σλοβακίας στην Κύπρο Δρ Άννα Τουρενίκοβα.

Η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ) δημιουργήθηκε με τη συγκατάθεση της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 27 Μαρτίου 1964. Η δημιουργία της Δύναμης έγινε με εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στο ψήφισμα που εγκρίθηκε στις 4 Μαρτίου 1964 [186, (1964)] μετά το ξέσπασμα των διακοινοτικών συγκρούσεων στη νήσο και την απειλή άμεσης επέμβασης από την Τουρκία.

Από της εγκαθιδρύσεώς της, η Δύναμη έχει επιτελέσει ειρηνευτικά καθήκοντα, πράγμα το οποίο είναι ουσιώδες συστατικό της ειρηνευτικής προσπάθειας, που τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εμπιστευθεί στον Γενικό Γραμματέα.

Σύμφωνα με τους όρους εντολής της Δύναμης, οι οποίοι παρατίθενται στο ψήφισμα 186 (1964) του Συμβουλίου Ασφαλείας και στα μετέπειτα ψηφίσματα του Συμβουλίου σχετικά με την Κύπρο, τα κύρια καθήκοντα της ΟΥΝΦΙΚΥΠ προς το συμφέρον της διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Αποτροπή επανάληψης των συγκρούσεων-διατήρηση της κατάπαυσης του πυρός. Στο τέλος της τουρκικής εισβολής του 1974 και της κατοχής του 36.4% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι όροι εντολής της Δύναμης προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση. Η πιο σημαντική αλλαγή ήταν η υιοθέτηση μιας νέας επιχειρησιακής προσέγγισης, εκείνης της νεκρής ζώνης, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως περιγραφή της περιοχής μεταξύ των δύο γραμμών κατάπαυσης του πυρός.
Συμβολή στη διατήρηση και επαναφορά του νόμου και της τάξης ως χρειαστεί.
Συμβολή στην επιστροφή ομαλών συνθηκών.
Ανθρωπιστικά καθήκοντα. (Λαμβάνοντας μέτρα για την ανακούφιση και ευημερία των προσφύγων και παρέχοντας βοήθεια στους εγκλωβισμένους των κατεχομένων περιοχών).

Αυτή τη στιγμή η ΟΥΝΦΙΚΥΠ περιλαμβάνει 857 στρατιώτες, Ο Γενικός Γραμματέας των ΗΕ υποβάλλει περιοδική εξαμηνιαία έκθεση προς το Συμβούλιο Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών για την Ειρηνευτική Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο. Για περαιτέρω πληροφορίες παρακαλείσθε όπως ακολουθήσετε το σύνδεσμο: http://www.unficyp.org/

Η απονομή του μεταλλίου της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο εισήχθη το 1964 για όσους υπηρέτησαν, τουλάχιστον 90 ημέρες το καθήκον του στην Κύπρο.

Το χάλκινο μετάλλιο παριστάνει τον πλανήτη μας τυλιγμένο με τα γράμματα την Η.Ε. Στην πίσω πλευρά υπάρχει η επιγραφή «Στην υπηρεσία της ειρήνης». Η ταινία που κρέμεται το μετάλλιο έχει τρεις ίσες λωρίδες, μία λευκή στο κέντρο και δύο μπλε σε κάθε άκρο, το χρώμα των Ηνωμένων Εθνών. Οι λωρίδες χωρίζονται από δύο στενές γραμμές σκούρου μπλε συμβολίζοντας τη θάλασσα της Μεσογείου.

Το μετάλλιο έχει απονεμηθεί για διάφορες αποστολές παρατήρησης κε επίβλεψης με τη δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο από το Μάρτιο του 1964 και μετά. Για τις επόμενες περιηγήσεις κατά την αρχική τυγχάνουν 90 ημέρες, ένα ασημένιο ψηφίο είναι κολλημένες στην κορδέλα. Μέχρι σήμερα 173.773 μετάλλια έχουν απονεμηθεί από την έναρξη της αποστολής.

Φωκάς και Λιάνα Σωφρονίου ύστερα από χρόνια στο καταστρεμμένο διεθνές αεροδρόμιο της Λευκωσίας.

Φοίβος Νικολαΐδης (αιστερά) Μαριέλα Σάντζες, Μάριο Σάντζες Λιάνα και Φωκάς Σωφρονίου.
Μάριο Σάντζες με τους Φωκά και Λιάνα Σωφρονίου μετά το πέρας της τελετής.

Our friends Karina and Ricardi Beldi from Argentina.