Monday, March 16, 2009

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου, στις 28 Φεβρουαρίου 1938. Όταν άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων εναντίων της Αγγλικής αποικιοκρατίας την του Απρίλη του 1955 ο Παλληκαρίδης ήταν ακόμη μαθητής.

Αγωνιστής της ΕΟΚΑ, φλογερός πατριώτης, γεμάτος ιδανικά και πιστεύω για την ελευθερία της Κύπρου, πολέμησε όσο μπορούσε τον ξένο κατακτητή. Δυναμικός επαναστάτης, ξεχείλιζε η ψυχή του με ασίγαστο πάθος για ελευθερία και δικαιοσύνη της πατρίδας του.

Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν άτομο με πνευματικές ανησυχίες και προβληματισμούς, που εκφράζονταν μέσα από τους υπέροχους στίχους της ποίησής του.

Ήταν μόλις 18 ετών όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες τον συνέλαβαν, καταδίκασαν και εκτέλεσαν δια απαγχονισμού στις 13 Μαρτίου 1957, για μεταφορά όπλων.

Η λατρεία του για την ελευθερία αποτυπώθηκε στο ποίημα του «Λευτεριά», που άφησε σαν αποχαιρετιστήριο γράμμα στους συμμαθητές του, λίγο πριν ανεβεί αντάρτης στα βουνά :

ΛΕΥΤΕΡΙΑ
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά.
Θ' αφήσω αδέρφια, συγγενείς,
τη ΜΑΝΑ, τον ΠΑΤΕΡΑ,
μεσ' στα λαγκάδια πέρα,
και τις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη λευτεριά,
θα 'χω παρέα ΜΟΝΗ,
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι' άν είναι χειμωνιά,
θαρθεί το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει,
σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι,
το ξέρω - θαν' απάτη,
δε θάναι αληθινό.
Μεσ' στο παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο
βασίλισσα μια μόνο
θα κάθεται σ' αυτόν.
Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
Μονάχ' αυτό ζητώ.
.
Όπως όλοι οι δυνάστες του κόσμου, έτσι και οι Άγγλοι κατακτητές πίστεψαν ότι οι αρχές και τα ιδανικά μπορούν να δολοφονηθούν. Οι ιδέες να θανατωθούν και τα πιστεύω να καταγκρεμιστούν. Οποία όμως αυταπάτη.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και οι υπόλοιποι ήρωες, που πότισαν με το νεανικό τους αίμα το δέντρο της ελευθερίας της Κύπρου, μας υπενθυμίζουν ότι, οι ιδέες ποτέ δεν μπορούν να απαγχονιστούν…

Φοίβος Νικολαΐδης



Οι τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου

Θα αδράξω κι’ απόψε τα χαμόγελά σας,
θα σιγοτραγουδήσω κι’ απόψε τον καημό της Ροδαφνούσας.

Η οδύνη των λευκών ονείρων,
που πόθησα μες στ’ Ανοιξιάτικο πρωινό τ’ Απρίλη
θάρθει κι’ απόψε να καθίσει στα κάγκελα του παράθυρου,
θάρθει κι’ απόψε σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο της υποταγής μου,
σ’ αυτό το υγρό κελί του μελλοθάνατου.

Τώρα, όλοι είμαστε το ίδιο
- μια χούφτα άνθρωποι που σκιρτάνε στο φως -.

Μονάχα αυτή η μονότονη σιωπή
κι’ οι χιλιάδες υποψίες της νύχτας,
μονάχα αυτή η ανήξερη γαλήνη
και το ικρίωμα της αγχόνης που περιμένει.

Τούτες τις ώρες όλους σας σκέφτομαι,
τούτα τα τελευταία δευτερόλεπτα της ύπαρξής μου
νιώθω τους παλμούς της καρδιάς σας
να συγχρονίζονται με τους δικούς μου.
Βουτηγμένος μες στα προδομένα συνθήματα της Πατρίδας,
αφουγκράζομαι για μια στιγμή τ’ όνομά της
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α.

Δεν έχω μολύβι να της γράψω μια αράδα παράπονα...
μονάχα λίγο απ’ το αίμα μου
κι’ ένα κομμάτι ξεσχισμένο πουκάμισο,
μονάχα λίγες αντηλιές στον τοίχο
και τα βαριά βήματα των στρατιωτών στο διάδρομο.

Είναι πανώριο αυτό το παραμύθι που διαλέξαμε
κι’ είναι κλειστές οι πόρτες
κι’ η καρδιά μπηγμένη στο σίδερο.

Εγώ... ίσως να μην βρίσκομαι μεταξύ σας απόψε,
ίσως να μ’ απογυμνώσει τούτο το σχοινί
που το κρέμασαν τόσο αδέξια στην απέναντι κάμαρα.

Δεν έχει σημασία...
Το λιθάρι που κτίστηκε σήμερα είναι κομμάτι ελπίδας,
ένα διάφανο καύχημα αντρείας
στα γκρεμισμένα ημιθόλια των συνειδήσεων.
Αύριο...
θα με ρίξουν χωρίς μια κουβέρτα στα φυλακισμένα μνήματα,
αύριο θα το μάθουν οι σύντροφοι στο βουνό
και θα κεραστούν μια κούπα κρασί κυπριώτικο.
Αύριο...
θα το μάθει η αγαπημένη
και θα μου σιδερώσει τ’ άσπρο πουκάμισο,
θα μ’ ανάψει μες στην καρδιά της ένα μισολειωμένο κερί νοσταλγίας
και θα τρέξει στους δρόμους να μοιράσει
τις προκηρύξεις και τα συνθήματα.

Δεν θα δακρύσει καν.

Δεν αξίζουν τα δάκρυα σ’ αυτούς που δεν πέθαναν ποτέ,
σ’ αυτούς που χάραξαν μέσα στο άπειρο
ένα ιριδόφωτο μονοπάτι μεγαλοσύνης.

Ησυχία….

Κοντεύουν οι στιγμές που θα ακούσω το πρόσταγμα
«Εμπρός πάμε!!»
κοντεύουν οι κτύποι της καρδιάς μου να εκραγούν,
τα δευτερόλεπτα να σταματήσουν για πάντα.

Είμαι έτοιμος!!

Νιώθω την αποθέωση του λυτρωμού
να γεμίζει αυτό το μπουντρούμι
με χιλιάδες ψιθυρίσματα Αγγέλων.

Εγώ θα φύγω τούτη την ώρα,
αφήνοντας σ’ όλους εσάς την ψίχα των ήλιων
να δείχνει τις πρώτες ηλιαχτίδες που άνοιξαν τον δρόμο,
τις πρώτες λησμονημένες ελπίδες
που θα σας χαρίσουν το αιώνιο ΦΩΣ.

Ευθύβουλος Ευθυβούλου

Ο ποιητής Ευθύβουλος Ευθυβούλου με τον Αργύρη Χαραλάμπους, δεσμοφύλακας τότε στις Κεντρικές Φυλακές το 1957, στα Φυλακισμένα Μνήματα.

Την Ελλάδα αγαπώ. Στίχοι Ευαγόρα Παλληκαρίδη

3 comments:

jf said...

"...οι κατακτητές πίστεψαν ότι οι αρχές και τα ιδανικά μπορούν να δολοφονηθούν".
Υπήρχαν τότε κ α ι ιδανικά κ α ι οράματα...

Πολύ ωραίο αφιέρωμα

Phivos Nicolaides said...

JamanFou. Ευχαριστούμε Ιωάννα.

Μαρίνα said...

Εξαιρετικό αφιέρωμα Φοίβο.

Πάρα πολύ συνταρακτικό είναι και το ποίημα που μας παραθέτεις με τίτλο, "Οι τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου". Ειλικρινά, σε κάνει να νιώθεις εκείνο το μεγαλείο που διακατείχε το ανεπανάληπτο παλικάρι της ρωμιοσύνης εκείνη την τελευταία του νύχτα λίγο πριν περάσει στο Πάνθεο των Ηρώων.

Και πάλι τα συγχαρητήρια μου, γιατί δεν μένεις σε γνωστή και συνηθισμένη θεματολογία. Τέτοιοι στίχοι, όπως αυτοί στο ποίημα του Ευθύβουλου Ευθυβούλου, δύσκολα συναντά κάποιος σε κυπριακές ανθολογίες. Του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια.